Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

           ΟΙ  ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ  ΦΤΕΛΙΕΣ
 Το δένδρο που φυτευόταν περισσότερο στην Βόρεια Αμερική στους δρόμους, στα πάρκα και στα campus των πανεπιστημίων ήταν η αμερικανική φτελιά(Ulmus americana).
Υ σχήμα κόμης αμερικάνικης φτελιάς (Ulmus americana)
Στις διπλές δενδροστοιχίες πάνω από τους δρόμους δημιουργείται η αίσθηση εσωτερικού γοτθικού καθεδρικού ναού.
When america was great
 Ο γοτθικός καθεδρικός ναός
Όταν το σκαθάρι Scolytus malustrianus  ήρθε από την Ευρώπη κουβαλώντας μαζί του τα σπόρια του Graphium Ulmi συνάντησε την διοικητική παράλυση και την αδράνεια.Μόνο η National park service που διαχειρίζεται τα πάρκα της Washington, το central park της Νέας Υόρκης και το 
Dartmouth College  έχουν σήμερα κάποιο πρόγραμμα αντιμετώπισης.Στο Καναδά η πόλη του Fredericton έχει ένα επιτυχημένο πρόγραμμα για πολλές δεκαετίες ενώ η πολιτεία της Manitoba έχει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα σε όλη την έκταση της περιορίζοντας τις απώλειες.Η πρωτεύουσα της Winnepeg έχει τον μεγαλύτερο αριθμό από λευκές φτελιές όπως λένε τις αμερικάνικες φτελιές στον Καναδά περίπου 238.000
Ο αριθμός των απωλειών για την πόλη το 2015 ήταν περίπου 6000.Οι πολιτείες της  Alberta  και της British Colombia έχουν ένα πρόγραμμα πρόληψης πριν φθάσει ο μύκητας στην περιφέρεια τους.
Η αναζήτηση ανθεκτικών κλώνων ξεκίνησε νωρίς χωρίς αποτέλεσμα μέχρι το 1983 εμφανίστηκαν με το όνομα Liberty έξι κλώνοι σχετικής ανθεκτικότητας.Το 1995  παρουσιάστηκαν από το National Arboretum οι ποικιλίες Valley Forge και η New Harmony.Η σημαντικότερη εξέλιξη ήταν η ανακάλυψη ότι η ποικιλία Princeton που εμφανίστηκε το 1922 έχει μεγάλη ανθεκτικότητα στον μύκητα Ophiostoma novo ulmi όπως λέγεται σήμερα.Η ανακάλυψη έγινε από τον φυτoριούχο Roger  Holloway που αναζητούσε ανθεκτικές ποικιλίες αμερικάνικης φτελιάς.

Φτελιές της ποικιλίας Princeton φυτεμένες τη δεκαετία του 1920 στη Wansington Avenue που οδηγεί στο πανεπιστήμιο Princeton.
Οι υπηρεσίες του υπουργείου γεωργίας δεν είχαν αξιολογήσει την ανθεκτικότητα υφιστάμενων ποικιλιών.Η ποικιλία Princeton είναι η περισσότερο διαθέσιμη και αυτή που πουλάει περισσότερο.Η National park service διέθεσε την Jefferson, προερχόμενη από ένα δένδρο που είχε επιβιώσει στο National mall στην Wansington.Το πανεπιστήμιο της Minesotta διέθεσε την St Croix ενώ αυτό της North Dakota την Prairie Expedition προερχόμενες από δένδρα που επιβίωσαν. Από ένα δένδρο στην Νέα Ορλεάνη προέρχεται ένας κλώνος με αντοχή στην ζέστη και άγνωστη ανθεκτικότητα στο μύκητα Ophiostoma με το όνομα Creole Queen που διατέθηκε το 2008. Υπάρχει επίσης μια νέα επιλογή το 2016 από το φυτώριο JFS  η Colonial Spirit ενώ η δασική υπηρεσία  αναζητεί δένδρα που επιβίωσαν.   

Ulmus americana St.Croix

Ulmus americana Colonial spirit.


Αμερικάνικες φτελιές το φθινόπωρο

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016









       

                                    OI ΟΛΛΑΝΔΙΚΕΣ ΦΤΕΛΙΕΣ
         Ulmus x hollandica.               
φτελιές σε κανάλι του Άμστερνταμ το φθινόπωρο.








 δένδρα Ulmus hollandica belgica έχουν πάρει αυτό το σχήμα από τη επίδραση των θαλάσσιων ανέμων, υπαίθρια δενδροστοιχία στην Ολλανδία


Ulmus hollandica belgica την άνοιξη σε κανάλι του Άμστερνταμ

     Στην Ευρώπη υπάρχουν τρία είδη φτελιάς η πεδινή φτελιά(Ulmus minor), την ορεινή φτελιά(Ulmus glabra) ,αυτή που έχει ενδιάμεσα χαρακτηριστικά την ολλανδική φτελιά (Ulmus hollandica) και την λευκή φτελιά Ulmus Laevis.

Ο Θεόφραστος αναφέρεται στην ορεινή πτελέα και την πεδινή πτελέα, τώρα η ορεινή φτελιά έχει περιοριστεί στη πίνδο τότε όμως που το κλίμα ήταν πιο ψυχρό υπήρχε σε όλα τα βουνά της Ελλάδας.

Η ορεινή φτελιά έχει μεγάλα ωραία φύλλα και ευδοκιμεί σε βόρεια μέρη ενώ σε νότιες περιοχές βρίσκεται σε βουνά έχει απαίτηση σε εδαφική υγρασία αλλά και σε υγρή ατμόσφαιρα και αντέχει στο ψύχος, ενώ η πεδινή είναι ανθεκτική στις πεδινές συνθήκες έχει μικρότερα φύλλα και έχει μια προτίμηση σε νότια κλίματα, βρίσκεται και στη βόρεια Αφρική και εκεί που υπάρχει υπόγειος υδατικός ορίζοντας κοντά σε ρυάκια και ποτάμια και αντέχει την κατάκλυση το χειμώνα αλλά και την ξηρασία το καλοκαίρι, επίσης βγάζει παραβλάσταρα από τις ρίζες.




Τα φύλλα της ορεινής φτελιάς


Η λευκή φτελιά έχει πιο ανατολική προέλευση καλύπτει τη ευρωπαική Ρωσία και φτάνει μέχρι την Ισπανία και είναι ένα είδος παραποτάμιο που αντέχει την κατάκλυση με νερό.

Όπου υπάρχουν μαζί οι πεδινές και οι ορεινές φτελιές διασταυρώνονται στη φύση και το ενδιάμεσο είδος ονομάζεται ολλανδική φτελιά. Οι κάτω χώρες ( Βέλγιο και Ολλανδία) είχαν τον 16 και 17 αιώνα μια παράδοση στην καλλιέργεια δένδρων και άλλων φυτών τα οποία εξήγαν στην Ευρώπη. Ο όρος ολλανδική φτελιά αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα φορτίο 400 δέντρων φτελιάς για εξαγωγή στη Γερμανία. Όταν ξεκίνησε η εποχή του Γουλιέλμου της Οράγγης στη Βρετανία εισήχθη και η ολλανδική φτελιά που ήταν ένας κλώνος ενδιάμεσος της πεδινής και ορεινής φτελιάς και χρησιμοποιούνταν για κλαδεμένες δενδροστοιχίες και κλαδεμένους φράχτες σύμφωνα με το ολλανδικό γούστο της κηποτεχνίας, αυτό δεν διάρκεσε πολύ στη Βρετανία καθώς ακολούθησε έπειτα η μόδα των κήπων τοπίου και η ολλανδική φτελιά δεν φυτευόταν τόσο συχνά. Ο κλώνος αυτός ονομάστηκε αργότερα ulmus hollandica και λίγο αργότερα Ulmus hollandica major και ο όρος Ulmus hollandica αφορούσε πλέον όλα τα δένδρα που είχαν ενδιάμεσα χαρακτηριστικά ανάμεσα στην πεδινή και ορεινή φτελιά. Στον 18ο αιώνα και ακόμη περισσότερο τον 19 αιώνα η φτελιά έγινε ένα πολύ χρησιμοποιούμενο δένδρο για δενδροστοιχίες και πάρκα και αυξήθηκαν πολύ οι κλώνοι που καλλιεργούνταν στη Ευρώπη. Περισσότερο δημοφιλής έγινε στην Ολλανδία λόγω του πεδινού εδάφους και της θάλασσας. Η φτελιά αντέχει τους δυνατούς θαλάσσιους ανέμους και το αλάτι που φέρνουν αλλά και αλάτι στο έδαφος αλλά και τον υψηλό υδατικό ορίζοντα λόγω βροχών η ποταμών .Ο κλώνος που χρησιμοποιούνταν από το 1850 μέχρι το 1928 ήταν ο κλώνος Ulmus hollandica belgica προερχόμενος από το Βέλγιο. Το 1938 σε μια εκτίμηση που έγινε το 99% των φτελιών στη Ολλανδία ήταν αυτός ο κλώνος με συνολικά 1.200.000 δένδρα. Είναι ένα δένδρο με γρήγορη ανάπτυξη με μεγάλο ευθύ κορμό, σημαντικό για την ξυλεία, που έχει δυνατό και πυκνό ριζικό σύστημα που αναπτύσσεται και δίνει σταθερότητα ακόμη και σε αμμώδη εδάφη ,που δεν βγάζει παραβλάσταρα και δεν χρειάζεται να εμβολιαστεί σε σπορόφυτα ορεινής φτελιάς όπως είναι η πρακτική για δένδρα που χρησιμοπούνται για δενδροστοιχίες σε δρόμους και έχει ωραία εμφάνιση όλες τις εποχές του χρόνου.



Ulmus hollandica belgica το χειμώνα στην Ολλανδία
Ulmus x hollandica belgica σε δενδροστοιχεία στην ύπαιθρο.


Οι Ολλανδοί είχαν βρεί το ιδανικό δένδρο για το θαλάσσιο υγρό κλίμα τους μέχρι που ήρθε η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς. Η μυκητολογική αυτή ασθένεια εξαπλώθηκε στη βόρεια Γαλλία το Βέλγιο και την Ολλανδία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο εξαφανίζοντας δένδρα που ήταν φυτεμένα από τον άνθρωπο και ήταν συνήθως ολλανδικές φτελιές στις περιοχές αυτές. Στη ανακάλυψη του αιτίου της ασθένειας πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το φυτοπαθολογικό ινστιτούτο Willie Commelin Scholten που βρισκόταν στο Barn κοντά στο Άμστερνταμ. Από το 1906 που την διεύθυνση του ανέλαβε η Johanna Westerdijk  η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια πανεπιστημίου στη Ολλανδία εξελίχθηκε στο σημαντικότερο κέντρο ερευνών στη φυτοπαθολογία και μεταφέρθηκε στη Villa Java στη πόλη Baarn. Το 1922 η Marie Beatrice Schwarz απομόνωσε το μύκητα και εμβολίασε με αυτόν φυτά Φτελιάς. Αργότερα ανατέθηκε στη Christine Buisman η απόδειξη του αιτίου της ασθένειας.

 Η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς έχει σχεδόν εξαφανίσει  τις φτελιές από τις πόλεις  στην Ευρώπη εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις όπως το Εδινβούργο και το Μπράιτον στην Βρετανία, τη Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα αλλά στη Ολλανδία  χάρις σε ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της ασθένειας  που ξεκίνησε τη δεκαετία του 70 και μέχρι τη δεκαετία του 90 και με φύτευση ανθεκτικών ποικιλιών καθώς γινόντουσαν διαθέσιμες, η φτελιά  σήμερα κατέχει την δεύτερη θέση μετά το πλατάνι ενώ στο Άμστερνταμ την πρώτη, όπου υπάρχουν σήμερα 75.000 δένδρα στα κανάλια και τους δρόμους αλλά και σε πάρκα. Όταν οι Ολλανδοί βρήκαν τα αίτια της ασθένειας ξεκίνησαν και την προσπάθεια για την εύρεση ανθεκτικών κλώνων από μια επιτροπή που δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό. Η Cristine Buisman που απόδειξε ότι το αίτιο της ασθένειας είναι ο μύκητας Graphium Ulmi τελειώνοντας μια επιστημονική διαμάχη Ολλανδών και Γερμανών ευρενητών, της ανατέθηκε από την επιτροπή που δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση της ασθένειας  να ξεκινήσει την προσπάθεια εύρεσης ανθεκτικών κλώνων από σπόρους που προέρχονταν από  Ισπανία και  Γαλλία αλλά και  συγκέντρωση όλων των κλώνων που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε για αξιολόγηση της ανθεκτικότητας τους.  Προήλθαν δύο κλώνοι , ο κλώνος 1 από φυτώριο στη Γαλλία και ο κλώνος 24 από σπόρους που συλλέχθηκαν στην Ισπανία όπου η ασθένεια δεν είχε τα ίδια δραματικά αποτελέσματα με την Βόρεια Ευρώπη, δημιουργώντας την υπόθεση ότι υπάρχει ανθεκτικότητα στην ιβηρική χερσόνησο στους τοπικούς πληθυσμούς πεδινής φτελιάς που ήταν πανάρχαιοι γιατί η Νότια Ευρώπη ήταν το οικολογικό καταφύγιο κατά την παγετώδη περίοδο που οι πάγοι είχαν καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Η επιτροπή που ήταν υπεύθυνη για την έρευνα, το 1937 επέλεξε τον κλώνο 24 που ήταν πιο ανθεκτικός και τον ονόμασε Christine Buisman προς τιμήν της ερευνήτριας που είχε πεθάνει την προηγούμενη χρονιά.


 Ulmus minor Cristine Buisman
Ο κλώνος αυτός έκανε πωλήσεις από το 1937 έως το 1950 από τα φυτώρια της Ολλανδίας έως 10.000 ετησίως. Όμως αποδείχτηκε ότι δεν είναι ανθεκτικός στο μύκητα Nectria cinnabarina που είναι ενδημικός στη χώρα που ευνοείται σε υγρό κλίμα ενώ ήταν ανθεκτικός στην Ιταλία και Αμερική. Σήμερα όμως παραδόξως είναι ανθεκτικός και στην Ολλανδία που τα δένδρα αυτά έχουν μεγαλώσει.


              ο κλώνος Christine Buisman σήμερα 

 
Ο κλώνος Bea Schwarz προς τιμή της ερευνήτριας Marie Beatrice Schwarz που ανακάλυψε το αίτιο της ασθένειας εμφανίσθηκε το 1948 αλλά δεν είχε επιτυχία λόγω μικρής ανάπτυξης. Χρησιμοποιήθηκε όμως στο Ολλανδικό πρόγραμμα βελτίωσης γιατί σε αντίθεση με το κλώνο Cristine Buisman οι απόγονοι του κληρονομούν την ανθεκτικότητα του. 

Ο κλώνος φτελιάς Ulmus minor Bea Schwarz 
Οι διασταυρώσεις άρχισαν το 1938  στο εργαστήριο γενετικής στο Wangenigen από την N.Krijthe ενώ στο Baarn στο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο από την Johanna Went γινόταν η έρευνα της ανθεκτικότητας.  Σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ένας κλώνος ολλανδικής φτελιάς που να είναι ανθεκτικός στην ασθένεια. Ο κλώνος φτελιάς του Hundigton (Ulmus x Hollandica Vegeta) από την Βρετανία βρέθηκε σχετικά ανθεκτικός και άρχισε να φυτεύεται μετά τον πόλεμο στην Ολλανδία αλλά και στην Θεσσαλονίκη, επίσης ανθεκτικός βρέθηκε ο κλώνος Ulmus glabra exoniensis που χρησιμοποιήθηκε στις διασταυρώσεις. Το 1953 όλες οι έρευνες μεταφέρθηκαν στη Wangenigen υπό την διεύθυνση του Hans Heybroek.Ο κλώνος Vegeta διασταυρώθηκε με τον κλώνο  1 που προέκυψε από σπόρο και δημιουργήθηκε η ποικιλία Commellin  το 1960 που γνώρισε μεγάλη επιτυχία πουλώντας 647.000 δενδρα μέχρι το 1974, προς τιμή του Johannes Commelin (1629-1692) διευθυντή βοτανικών κήπων του Άμστερνταμ .Το φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο στο Baarn είχε αναλάβει από το 1946 και τις διασταυρώσεις υπό την ευθύνη της Joahna Went ,εκτός από την εύρεση ανθεκτικών κλώνων που είχε από το 1928. Το 1953 ανέλαβε ο Hoybroek και σταδιακά η έρευνα μεταφέρθηκε στο Δασικό πειραματικό σταθμό στοWangenigen
Ο κλώνος φτελιάς Ulmus hollandica Commelin.

Το 1963 διατέθηκε στα φυτώρια ο κλώνος Groeneveld  με σκούρο πράσινο φύλλωμα σε αντίθεση με το απαλό πράσινο του Commelin.
Ο κλώνος Ulmus Hollandica Groeneveld
Προέρχεται από διασταύρωση του κλώνου ολλανδικής φτελιάς 49 και του κλώνου πεδινής φτελιάς 1.
Καθώς ένας καινούριος πιο δραστικός τύπος του μύκητα που προκαλεί την ασθένεια ήρθε στην Ευρώπη στη δεκαετία του 1960 πρώτα στη Βρετανία από τα λιμάνια του Avenport και του Λονδίνου με ξυλεία από την βόρεια Αμερική για την κατασκευή καρίνας γιώτ χωρίς οι βρετανοί να κάνουν τίποτα μέχρι που εντοπίστηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1970 ότι ήταν ένα πιο παθογόνο  είδος του ίδιου μύκητα, οι ποικιλίες αυτές δεν ήταν πλέον τόσο ανθεκτικές. 
   Ένας κλώνος φτελιάς που είχε ανθεκτικότητα ήταν ο κλώνος Ulmus  glabra exoniensis η αλλιώς η φτελιά του Exeter που διασταυρώθηκε to 1938 με έναν κλώνο ανθεκτικό στο ψύχος, της φτελιάς Ιμαλαίων Ulmus Wallichiana που έχει εξαιρετική ανθεκτικότητα στην ασθένεια. Η φτελιά των Ιμαλαίων βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο δεν παρουσιάζει συμπτώματα από τον μύκητα και έχει χαρακτηριστικά που θυμίζουν την ορεινή φτελιά. Ο νέος κλώνος 202 αποτέλεσε τη βάση των επόμενων ποικιλιών του ολλανδικού προγράμματος. Από την διασταύρωση του 202 με  αυτογονιμοποίηση  του Bea Schwarz προέκυψε ο κλώνος Lobel που διατέθηκε το 1973 με στενή κόμη προς τιμή του βοτανολόγου Matthias de Lobel. Από απόγονο από σπόρο του κλώνου 202 προήλθε ο κλώνος Dodoens προς τιμή του βοτανολόγου Rembert Dodoens, που διατέθηκε το ίδιο χρόνο. Το ίδιο έτος διατέθηκε και ο κλώνος Plantyn προς τιμή του εκδότη των δυο βοτανολόγων που προέρχεται από την διασταύρωση του κλώνου 202 με ένα κλώνο που προήλθε από διασταύρωση του κλώνου 1 με τον κλώνο 28. 
ulmus grabra exoniensins


Ulmus hollandica lobel
Ulmus hollandica dodoens
Ulmus hollandica Plantyn.
To 1983 διατέθηκε ο κλώνος Clusius προς τιμή του  βοτανολόγου Carolus Clusius. Είναι αδελφός κλώνος του Lobel.
Ulmus Hollandica Clusius


Οι διασταυρώσεις σταμάτησαν το 1983 και το 1989 διατέθηκε ο πιο ανθεκτικός κλώνος Columella προς τιμή του Ρωμαίου συγγραφέα αγροτικών πραγματειών προερχόμενη από σπόρο πιθανής αυτογονιμοποίησης του Plantyn. Με την συνταξιοδότηση του Heybroek το 1992 το ολλανδικό πρόγραμμα για την αναζήτηση μίας ολλανδικής φτελιάς  στο μέσο μιας περιόδου που θα απέδιδε αρκετούς καινούριους κλώνους καθώς τα τελευταία 17 χρόνια είχαν γίνει πολλές διασταυρώσεις, αφήνοντας και ανεκμετάλλευτο φυτικό υλικό  στο δασικό πειραματικό σταθμό, η  κυβέρνηση της Ολλανδίας έδωσε άλλο ένα πλήγμα στη χρήση της φτελιάς για λόγους οικονομίας σταματώντας το 1991 τη χρηματοδότηση της προστασίας από την ασθένεια προκαλώντας ένα τρίτο κύμα απωλειών αυτή όμως συνεχίστηκε από τοπικούς πόρους σε αρκετούς δήμους όπως του Άμστερνταμ και μετά το 2005 στις επαρχίες Friesland και Groningen με το όνομα Iepenwacht και οι απώλειες σήμερα είναι ελάχιστες στο 1%, βοήθησε σε αυτό και το εμβόλιο με το όνομα Doutch drig αλλά και οι φυτεύσεις δεν είναι πλέον ελάχιστες όπως ήταν στις αρχές του 2000 όπου η φτελιά δεν ήταν πλέον ούτε μέσα στα είκοσι πιο διαδεδομένα δένδρα από τα φυτώρια στην Ολλανδία, οι περικοπές στις δαπάνες για εκπαίδευση και έρευνα δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε το Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο στο Baarn που είχε αναλάβει το βάρος της έρευνας και πού ήταν κοινό ερευνητικό ίδρυμα των Πανεπιστημίων της Ουτρέχτης και τού Άμστερνταμ  πού έκλεισε.
Στο Άμστερνταμ έχει φυτευθεί σε μικρούς αριθμούς και ένας κλώνος που προήλθε απο σπόρο δένδρου Bea Schwarz στο Baarn,  και ονομάζεται Amsterdam.


Οι Γάλλοι πήραν φυτικό υλικό για αξιολόγηση και μετά από 20 χρόνια δοκιμών στο πάρκο του Παρισιού Bois de Vincennes, παρουσίασαν το 2002 τον κλώνο Naguen με εμπορική ονομασία Lutece, που είναι το λατινικό όνομα της πόλης, την καλύτερη ποικιλία του ολλανδικού προγράμματος μέχρι σήμερα που είναι μια διασταύρωση του Plantyn με τον απόγονο από σπόρο του Bea Schwarz  που είχε χρησιμοποιηθεί και στο Lobel  και Clusius με τον κωδικό 336. Πωλείται στην Γαλλία και Βρετανία όχι όμως στην Ολλανδία καθώς είχε κριθεί ευαίσθητο στο μύκητα Nectria cinnabarina. Η Ulmus lutece είναι ο κλώνος που έχει τις μεγαλύτερες πωλήσεις και θυμίζει τις Ευρωπαικές ποικιλίες πουλιέται ιδιαίτερα στη Γαλλία ανταγωνιζόμενη τη παλιά Ulmus Sapporo autumn gold αλλά και στη Βρετανία αλλά και αλλού στη Ευρώπη.

Φύλλωμα του Lutece χαρακτηριστικό ολλανδικής φτελιάς.
Το 2006 οι Γάλλοι παρουσίασαν τον κλώνο Wanoux με εμπορική ονομασία Vada που είναι το λατινικό όνομα της πόλης Wagenigen και αδελφός κλώνος του Collumela. Σε έρευνα γαλλική για την ανθεκτικότητα που δεν συμπεριέλαβε Columella αλλά ούτε και ιταλικές ποικιλίες μόνο οι ποικιλίες U.Sapporo autumn gold και U.New Horizon και οι δύο προαναφερόμενες βρέθηκαν αρκετά ανθεκτικές για να συστηθούν για φύτευση.
  
Φύλλωμα του Vada
Οι Αμερικανοί ασχολήθηκαν  και με τις φτελιές από την Ευρώπη και το 1983 παρουσίασαν μια ολλανδική φτελιά  με το όνομα Pioneer που πωλείται στα φυτώρια στην Αμερική και στην Ολλανδία.
Ulmus pioneer
Επίσης με το κλώνο 148 που προήλθε από το Ολλανδικό πρόγραμμα και είναι μια διασταύρωση τής φτελιάς του Huntington με τον κλώνο 28  που διασταυρώθηκε με φτελιά της Σιβηρίας(Ulmus pumila)  δημιουργήθηκε ο κλώνος Urban. Από την διασταύρωση του Urban με την ποικιλία ιαπωνικής φτελιάς Prospector δημιουργήθηκε η ποικιλία Patriot.
Τα σκούρα γυαλιστερά φύλλα της ιαπωνικής φτελιάς έχουν κληρονομηθεί από την Patriot
  Με τον κλώνο 215 από την Ολλανδία που είναι μια διασταύρωση της Commelin  με ένα κλώνο Ulmus pumilaX Ulmus minor Hoersholmiensins, που διασταυρώθηκε με ένα κλώνο Ulmus pumila δημιουργήθηκε η ποικιλία Homestead, που είναι κατά 5/8 Σιβηριανή φτελιά(Ulmus pumila) και κατά 3/8 Eυρωπαική φτελιά.H Homestead εμφανίστηκε το 1984 και πωλείται στην Αμερική και Ολλανδία.

Τα φύλλα του Homestead  έχουν κληρονομήσει το χαρακτηριστικό φύλλωμα της σιβηριανής φτελιάς.
   Το 2006 οι Ολλανδοί αποφάσισαν να αξιολογήσουν ως προς την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητα 10 κλώνους του παλιού Ολλανδικού προγράμματος. Ως προς την ανθεκτικότητα αρκετοί κλώνοι βρέθηκαν εφάμιλλοι του Collumela στην ανθεκτικότητα και αναμένεται να διατεθούν στο μέλλον μετά από αξιολόγηση πεδίου σε οκτώ ολλανδικές πόλεις. Έτσι σε αξιολογηση στην ολλανδική ασθένεια της φτελιάς  από τον Alterra, έτσι ονομάζεται τώρα το δασολογικό ινστιτούτο, ο κλώνος 1043 μια επιλογή ιαπωνικής φτελιάς εξαιρετικής ανθεκτικότητας, η ιαπωνική φτελιά δεν είναι κατάλληλη για την Ευρώπη λόγω αργής ανάπτυξης και ο κλώνος 1315 μια επιλογή του ολλανδικού προγράμματος που έχει ως προγόνους Commelin και Dodoens και φυσικά U. wallichiana αλλά και ο κλώνος 1322 που είναι U. minor και κατά το 1/8 μόνο U.pumila βρέθηκαν εφάμιλλοι του U. Columella. Άλλοι πέντε κλώνοι έχουν ανθεκτικότητα μεγαλύτερη του U. Lobel που είναι ο ανθεκτικότερος κλώνος του ολλανδικού προγράμματος μετά τον U.Columella, ενώ οι άλλοι δυο κλώνοι δεν έχουν ανθεκτικότητα που ξεχωρίζει.
    To 1975 ξεκίνησε το ιταλικό πρόγραμμα που χρησιμοποιεί φυτικό υλικό από το ολλανδικό πρόγραμμα .Οι κλώνοι San zanobi(2002) και Plinio(2003) είναι διαθέσιμοι από φυτώρια και είναι διασταύρωση του Plantyn με κλώνους Ulmus pumila.Επίσης το 2011 διατέθηκε ο κλώνος 504 με το ονομα Morfeo που προηλθε απο μητρικό δενδρο κλώνου Ulmus chemnui με τον κλωνο 405 που ειναι αδελφός κλώνος του Groeneveld.

Η επίδραση του Ulmus pumila φαίνεται στο φύλλωμα του San Zanobi. 
   Ολλανδικές φτελιές υπάρχουν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης Τσιμισκή,Λεωφόρο Στρατού,Αλεξάνδρου Σβώλου,Πολυτεχνείου, Επτάλοφου,Ανατολικής Θράκης,Ιπποδρομίου.   Είναι η φτελιά του Huntigton η αλλιώς Ulmus hollandica vegeta. Επίσης στο Ζάππειο στην Αθήνα ενώ στην Λιοσίων υπάρχουν Ulmus minor.Μια ολλανδικη φτελιά μεγάλου μεγέθους επίσης υπάρχει στο σταθμό του ηλεκτρικού στο Θησείο.



Ulmus hollandica vegeta το φθινόπωρο στην Θεσσαλονίκη.



Προσβολή από έντομα Galerucella luteola στα φύλλα φτελιάς στην Θεσσαλονίκη.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

                         Δένδρα στην πόλη.
                           Μέρος πρώτο
          Σοφόρα η ιαπωνική.(Sophora japonica)
Σοφόρα η ιαπωνική.

Άνθη Σοφόρας
   Η Σοφόρα η ιαπωνική κατάγεται αντίθετα από ότι λέει το όνομα της από την Δυτική  Κίνα όπου φυτρώνει σε ήμι-ερημικό περιβάλλον. Καλλιεργείται για 2000 χρόνια στην Κίνα αλλά διαδόθηκε επίσης  στην Κορέα και στην Ιαπωνία. Το κοινό όνομα του στην Κίνα είναι Ξύλο Δαιμόνων.Στην Αγγλική γλώσσα είναι Δέντρο του Λόγιου ή Δέντρο της Παγόδας, επειδή ίσως στην Κίνα φυτευόταν στους κήπους των Μανδαρίνων (κρατικοί αξιωματούχοι που προσλαμβάνονταν με φιλολογικές γραπτές εξετάσεις)και στην Ιαπωνία φυτευόταν σε βουδιστικούς ναούς. Ο ιησουίτης Pierre D.Incarville ευρισκόμενος σε διπλωματική αποστολή στο Πεκίνο για την καλλιέργεια ευρωπαϊκών φυτών στην αυτοκρατορική αυλή, έστειλε σπόρους του δένδρου αυτού στην Γαλλία το 1747 με ένα καραβάνι μέσω Μόσχας. Έκτοτε διαδόθηκε στην Ευρώπη κυρίως σε βοτανικούς κήπους. Παρέμεινε στην αφάνεια με εξαίρεση τη Μαδρίτη όπου φυτευόταν στους δρόμους τον 19 αιώνα λόγω της ανθεκτικότητας στην ξηρασία αλλά  ξέφυγε από τους βοτανικούς κήπους στην υπόλοιπη Ευρώπη τη δεκαετία του 1960 όταν αναζητήθηκαν από τις υπηρεσίες πρασίνου των δήμων  δέντρα ανθεκτικά στη ρύπανση σε αστικό περιβάλλον. Είτε πρόκειται για την Πράγα είτε πρόκειται για την Αθήνα το δένδρο αυτό είναι από τα πιο συνηθισμένα. Η αιτία της διάδοσης του είναι, η προσαρμοστικότητα του στα διάφορα εδάφη και ιδιαίτερα στα συμπιεσμένα, η αντοχή του στην ρύπανση, η έλλειψη σοβαρών μυκητολογικών ασθενειών, η αδιαφορία των εντόμων, η αντοχή του στην ζέστη και την ξηρασία και το ότι δεν σηκώνει τα πεζοδρόμια. Αναπτύσσεται καλύτερα στον ήλιο και στα ζεστά καλοκαίρια όπου ανθίζει άφθονα. Φυτεύεται
Φύλλα Σοφόρας
όπου την φύτευση στα πεζοδρόμια έχει ο δήμος, κυρίως στον δήμο της Αθήνας σε πεζοδρόμια και πλατείες .Ίσως ο πρώτος δρόμος που φυτεύτηκε είναι η Αχαρνών όπου τα δέντρα
Καρποί Σοφόρας
είναι αρκετά μεγάλα και έχουν αποκτήσει  ανοικτή κόμη σε αντίθεση με πυκνή κόμη που έχουν σε μικρότερη ηλικία. Ανθίζει μετά 10 -12 χρόνια στο τέλος καλοκαιριού. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο.Η πιο διαδεδομένη από τις ποικιλίες είναι η Regent που επιλέχθηκε  στην Αμερική από τα φυτώρια Pricenton to 1964.Μπορεί να διαμορφωθεί με κεντρικό στέλεχος, έχει κωνική μορφή σε νεαρή ηλικία και στρογγυλή κόμη αργότερα.Μεγαλώνει πιο γρήγορα και ανθίζει πιο γρήγορα στα 6-8 χρόνια. Είναι πιο στενή και πιο κατάλληλη για δρόμους.

Sophora japonica Regent.

Το 1985 το ίδιο φυτώριο παρουσίασε την Princeton Upright  η Fleright που είναι πιο στενή και κατάλληλη για στενούς δρόμους.
Sophora japonica Princeton Upright.

 Οι Ολλανδοί το 1986 παρουσίασαν την επιλογή Harry van Haaren που την άνοιξη τα φύλλα της είναι κίτρινα για να γίνουν πράσινα το καλοκαίρι.Υπάρχει επίσης από το 1826 η κλαίουσα μορφή με το όνομα Pendula. 
Η sophora japonica Harry van Haaren
 με κίτρινο χρωματισμό στα νέα φύλλα. 


Sophora japonica pendula

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

                    Μεσογειακός κήπος
                     Summer dry garden
 Ο μεσογειακός κήπος είναι προσαρμοσμένος στο μεσογειακό κλίμα.Το μεσογειακό κλίμα χαρακτηρίζεται από ήπιο βροχερό χειμώνα και ζεστό και ξηρό καλοκαίρι. Ο ήπιος χειμώνας επιτρέπει την καλλιέργεια μεσογειακών φυτών που δεν αντέχουν το ψύχος όπως η δάφνη(Laurus nobilis) και η μυρτιά (Myrtus communis) αλλά και την καλλιέργεια ευαίσθητων φυτών ως πολυετών ενώ σε πιο ψυχρό κλίμα καλλιεργούνται ως ετήσια όπως το γεράνι (Pelargonium) και το αργυράνθεμο ( Argyrathemum).
Έτσι ως μεσογειακός κήπος μπορεί να νοηθεί ένας κήπος που χρησιμοποιεί ευαίσθητα στο ψύχος φυτά δένδρα, θάμνους και ποώδη.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του μεσογειακού κλίματος είναι το ζεστό και ξηρό καλοκαίρι.Έτσι ως μεσογειακό κήπο μπορούμε να θεωρήσουμε ένα κήπο που είναι προσαρμοσμένος στο ζεστό και ξηρό καλοκαίρι. Ένας τέτοιος κήπος δέ μπορεί να περιλαμβάνει χλοοτάπητα γιατί δέ φαίνεται φυσικός.
          Χλοοτάπητας στην Καλιφόρνια.
Βλέπεται πόσο εξωτικός δείχνει ο χλοοτάπητας σε μεσογειακό τοπίο. 
Μεσογειακός δεν είναι ο κήπος που χρησιμοποιεί μεσογειακά φυτά μέσα σε ένα χλοοτάπητα.Όπως ο κήπος που η εταιρεία μεσογειακού κήπου έχει για παράδειγμα στην Ελλάδα στην ιστοσελίδα της.
     Μεσογειακός κήπος στην Πεντέλη.

Πρόκειται για Αγγλικό κήπο στην Ελλάδα με μεσογειακά φυτά, πραγματικά αλλόκοτος συνδυασμός.Τα μεσογειακά φυτά προσαρμοσμένα στην καλοκαιρινή ξηρασία έχουν πρόβλημα με τις ποσότητες αρδευτικού νερού που χρειάζονται στο μεσογειακό καλοκαίρι για να διατηρηθεί πράσινος ένας χλοοτάπητας. Ενώ τα μεσογειακά φυτά έχουν λιγότερο πρόβλημα στο δροσερό καλοκαίρι της Αγγλίας μέσα σε ένα χλοοτάπητα. Έτσι καταλήγουμε στο παράδοξο να είναι πιο εύκολο να καλλιεργήσεις μεσογειακά φυτά στην Αγγλία από ότι στην Ελλάδα. 

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016


                         mimosa de paris
                        forsythia x intermedia
        Οι τέσσερις εποχές στον κήπο.
 Ένας κήπος αλλάζει κατά την διάρκεια του χρόνου. Αν υποθέσουμε ότι γράφετε μια έκθεση περιγράφοντας τον κήπο σας στην διάρκεια του χρόνου και δεν έχετε τίποτα να γράψετε ή σχεδόν τίποτα γιατί δεν έχετε παρατηρήσει κάτι τότε μάλλον έχετε εξωτερικό χώρο και όχι κήπο. Τα άνθη, οι καρποί, τα καινούρια φύλλα την άνοιξη, το χρώμα του φθινοπώρου στα φύλλα πριν πέσουν, αυτά είναι τα γεγονότα του κήπου. Ένας εξωτερικός χώρος στατικός και μονότονος αν όχι καταθλιπτικός είναι όταν  δεν αλλάζει τίποτα αν και υπάρχει άφθονο πράσινο, ο χλοοτάπητας μπορεί να είναι πράσινος όλο τον χρόνο όπως και οι κουρεμένοι φυτικοί φράχτες που καλύπτουν και κρύβουν φράχτες και τοίχους. Υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για την αλλαγή αυτή, μια από αυτές θέλει την αλλαγή αυτή να υπάρχει σε κάθε φυτό ξεχωριστά έτσι ώστε να υπάρχει ενδιαφέρον όλο τον χρόνο στο ίδιο φυτό. Αυτή είναι η πιο μοντέρνα αντίληψη και τα φυτά που ταιριάζουν σε αυτή είναι σε εκτίμηση από τους σχεδιαστές .Η άλλη αντίληψη παλιάς μόδας  αρκείται στο να υπάρχει ενδιαφέρον σε ένα φυτό μία μόνο εποχή, έτσι ο κήπος αποτελείται από φυτά που έχουν μια εποχή ενδιαφέροντος, άλλα φυτά ξεχωρίζουν την άνοιξη άλλα το χειμώνα,φθινόπωρο και καλοκαίρι.
                                     Φορσύθια
    Η φορσύθια (forsythia) είναι ένας θάμνος που ταιριάζει  σε αυτούς που ακολουθούν αυτή  τη παλαιότερη  αντίληψη. Έχει εντυπωσιακή ανθοφορία που αναγγέλλει το τέλος του χειμώνα στις πιο πρώιμες ποικιλίες του αλλά δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον τις υπόλοιπες εποχές με το φύλλωμα του η τους καρπούς του η με το χρώμα των φύλλων του πριν πέσουν το φθινόπωρο. Η φορσύθια ανακαλύφθηκε από τους ευρωπαίους ως φυτά που καλλιεργούνταν στους κήπους της Ιαπωνίας. Η χώρα ήταν κλειστή στους ξένους, οι μόνοι που επιτρεπόταν να παραμένουν σε ένα τεχνητό νησί στο κόλπο του Nagasaki ηταν αρχικά οι Πορτογάλοι και έπειτα οι Ολλανδοί. Παραδόξως αυτή η τόσο απομονωμένη χώρα έμελλε να γεμίσει τις βοτανικές συλλογές της Ευρώπης και η χλωρίδα της να γίνει από τις πιο γνωστές εξαιτίας ίσως της περιέργειας που δημιουργήθηκε στους ευρωπαίους για οτιδήποτε ιαπωνικό. Για πρώτη φορά περιγράφηκε  από τον Engelbert Kaemfer γερμανό ιατρό( ιατρική και φυσική ιστορία) το 1712 στην περιγραφή χλωρίδας της Άπω Ανατολής στο Amoenitatum exoticarum και αναφέρεται με το ιαπωνικό του όνομα rengjo, μέλος της ολλανδικής εταιρίας ανατολικών ινδιών ( VOC) που ειχε παραμείνει στο τεχνητό νησί Dejima από το 1690 μεχρι το 1692.   Δεύτερη  φορά από τον Carl Peter Thunberg σουηδό μαθητή του Λινναίου ( ιατρική και φυσική ιστορία) που το 1775 εγκαταστάθηκε ως μέλος της ολλανδικής εταιρίας ανατολικών ινδιών ( VOC) στο τεχνητό νησί Dejima στο κόλπο του Ναγκασάκι. Εκεί συνέλεξε σε ανταλλαγή για ιατρικές γνώσεις  φυτά. Ένα από αυτά ήταν η Syringa suspensa όπως το ονόμασε ένα είδος με κρεμοκλαδή κλαδιά που καλλιεργείτο στους ιαπωνικούς κήπους , το 1780 η βοτανική περιγραφή του περιλαμβανόταν στο Flora japonica που έγραψε ο ίδιος. O Martin Vahl βοτανολόγος στο πανεπιστήμιο της Κοπενγχάγης περιέγραψε με βάση την περιγραφή του Thunberg το είδος ως  forsythia suspensa τo 1804  προς τιμη του William Forsyth διευθυντή στους βασιλικούς κήπους του Kensington και του παλατιού St.James. O Philipp franz von Siebold γερμανός γιατρός( ιατρικη και φυσικη ιστορια) έγινε γιατρός στην υπηρεσία του ολλανδικου κράτους που ειχε αντικαταστήσει την VOC που ειχε χρεοκοπήσει το1789.Στάλθηκε στο dejima και χάρη στην σωτήρια θεραπεία σε τοπικό αξιωματούχο του επετράπη να ζήσει και να   λειτουργήσει ιατρική σχολή στο Nagasaki κάτι που του επέτρεψε να δημιουργήσει μια μεγάλη συλλογή φυτών και ζώων  με την βοήθεια των μαθητών του ενώ δημιούργησε   στο νησί Dejima έναν βοτανικό κήπο από το 1825 μέχρι το 1829 οπότε απελάθηκε από τους Ιάπωνες. Στο έργο του Flora japonica έχει σχέδια της Forsythia suspensa που αναφέρει ότι βρίσκεται μόνο σε κήπους και διακρίνει δύο μορφές μια που είναι κρεμοκλαδής και μια ορθόκλαδη. Έτσι τo 1833 o Verkek Pistorius από αυτή την συλλογή μετέφερε τα πρώτα φυτά Forsythia suspensa στην Ολλανδία το 1833.Αργότερα βρέθηκε η  forsythia suspensa  σε κήπους   στην Κίνα αλλά και αυτοφυής αλλά και η forsythia viridissima  σε αποστολή αναζήτησης φυτών από τον σκοτσέζο φυσιοδίφη Robert Fortune και το καινούριο είδος μεταφέρθηκε στη Βρετανία το 1844-1845. Η F.viridissima διαδόθηκε στους κήπους της Βρετανίας και της Αμερικής και για περισσοτερο από είκοσι χρόνια ήταν η μοναδική φορσύθια που καλλιεργόταν καθώς οι οφθαλμοί της είναι ανθεκτικοί στο κρύο. O Herman Zabel βοτανολόγος και διευθυντής στο δασικό βοτανικό κήπο του Munden που ανήκε στη δασολογική σχολή της ίδιας πόλης εντόπισε στο βοτανικό κήπο του Gronnigen ένα σπορόφυτο forsythia με εξαιρετικά κηπευτικά χαρακτηριστικά το 1784, καθώς ο κήπος είχε δύο μόνο φυτά forsythia ένα suspensa και ένα viridissima και καθώς ήταν γνωστή η αυτοστειρότητα που είναι και η αιτία της πολυμορφίας του suspensa θεωρηθηκε ότι είναι διασταύρωση ανάμεσα στα δύο είδη και ονομάστηκε το 1885, σε περιγραφή του Zabel στο μηνιαίο περιοδικό Gartenflora ως Forsythia x intermedia. Σύγχρονες γενετικές έρευνες όμως υποδηλώνουν  ότι η Forsythia x intermedia είναι μάλλον αποτέλεσμα σπάνιας αυτoγονιμοποίησης της Forsythia suspensa. Γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα στη Γαλλία όπου οι ανθοφόροι θάμνοι ήταν πολύ δημοφιλείς την περίοδο της belle epoque, όπου έγινε γνωστή με το όνομα  mimosa de paris όπως ονομάζονται μέχρι σήμερα όλες οι ποικιλίες φορσύθιας ,είναι πιο ανθεκτική στο κρύο και από την viridissima αλλά φυσικά και την suspensa αλλά και προκάλεσε το ενδιαφέρον των φυτωριούχων που με τη μέθοδο της ανοικτής επικονίασης λόγω της αυτοστειρότητας και του πολυμορφισμού του είδους μπορούσαν να παράγουν καινούριες κηπευτικές ποικιλίες που μπορεί να ενδιέφεραν τους κηποτέχνες.
Το πρώτο mimosa de paris είναι ακόμη διαθέσιμο στα φυτώρια. Χαρακτηριστικά είναι τα λεπτά πέταλα. 
Αρχίζοντας από το 1899 το φυτώριο Spath στο Βερολίνο παρουσίασε διάφορες επιλογές του forsythia x intermedia όπως την vitelina  και την densiflora. Η επιτυχία ήρθε με το forsythia x intermedia spectabilis το 1906 και άρχισε η ευρεία διάδοση της forsythia στους κήπους. Μέχρι τότε καμμία άλλη forsythia δεν είχε τόσα πολλά λουλούδια, σήμερα η spectabilis αποτελεί το σημείο αναφοράς με το οποίο κάθε άλλη forsythia συγκρίνεται. Στο Arnold arboretum βρέθηκε ένα φυτό που είχε πιο ανοιχτό χρώμα ανθέων αλλά τα ίδια χαρακτηριστικά με το spectabilis και οναμάστηκε primulina.Σε έναν κήπο στο Οχάιο το 1930 σε φυτό primulina παρουσιάστηκε μια μεταλλαγή σε ένα κλαδί που είχε πιο μεγάλα και πιό πυκνά άνθη  που αναπαράχθηκε και ονομάστηκε Springs Glory από Wayside gardens to 1942, έχει πιο ανοικτό κίτρινο χρώμα (θειώδες- κίτρινο) αλλά μικρότερη ανθεκτικότητα των ανθέων στο ψύχος ενώ σε άλλον κήπο στην Βόρεια Ιρλανδία που λεγόταν Lynwood βρέθηκε άλλη μεταλλαγή σε κλαδί φυτού spectabilis  που αναπαράχθηκε και ονομάστηκε Lynwood  το 1935 και στην Αμερική διαδόθηκε ως Lynwood Gold, είναι πιο όρθια και έχει πιο ζωηρό κίτρινο χρώμα. Και οι τρείς  spectabilis,spring glory και lynwood ανθίζουν τέλη χειμώνα αρχές άνοιξης ανάλογα με το κλίμα πριν εμφανιστούν τα φύλλα. Η διάρκεια της ανθοφορίας είναι σύντομη αλλά θεαματική, παράμειναν μέχρι την δεκαετία του 70 οι τρεις κλασικές ποικιλίες φορσύθιας και η προσπάθεια που ακολούθησε είχε δύο κατευθύνσεις μια στην βόρεια αμερική για την δημιουργία πιο ανθεκτικών ποικιλιών στο κρύο  και μια στη Γαλλία αρχικα στο ερευνητικό κέντρο της INRA στο Angers  όπου  έγινε προσπάθεια για την παραγωγή πιο μικρών σε μέγεθος ποικιλιών με την πρόκληση μεταλλαγών με ακτίνες χ. και διαφορετικό χρωματισμό ανθέων.Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η ποικιλία Courtalyn που διατίθεται με την εμπορική ονομασία Week end και διατίθεται ευρέως διεθνώς. Από ένα φυτό που προήλθε από μεταλλαγή springs glory προέκυψαν 248 σπόροι, αυτός αποτέλεσε ένα πληθυσμό από τον οποίο προέκυψαν πολλές ποικιλίες που έχουν διαδοθεί διεθνώς ενώ η προσπάθεια νέων ποικιλιών από αυτό τον πληθυσμό συνεχίζεται στα φυτώρια minier και .Οι ποικιλίες που προέκυψαν στη Βόρεια Αμερική επέτρεψαν την καλλιέργεια βορειότερα και ήταν συνήθως διασταυρώσεις των πιο ανθεκτικών f.europaea και f.ovata.




Ανθισμένος θάμνος forsythia x intermedia spectabilis πάνω και κάτω 



Η πιο εντυπωσιακή κίτρινη ανθοφορία της άνοιξης ανήκει στη Φορσύθια
Είναι χαρακτηριστικό το θειώδες χρώμα των ανθέων.

Από πάνω ένα φυτό spring glory και από κάτω ένα φυτό lynwood
Είναι χαρακτηριστική η ορθόκλαδη εμφάνιση του Lynwood.
Καινούρια είδη ανακαλύφθηκαν από φυσιοδύφες,τελείως αναπάντεχα ένα είδος φορσύθιας βρέθηκε στην Αλβανία και ονομάστηκε f.europaea ενώ ένα άλλο στην κορέα και ονομάστηκε f.ovata. Η ανθεκτικότητα των ανθεων τους στον παγετο εγιναν αιτια για την δημιουργία ποικιλιών που

forsythia courtalyn
maree d'or
melee d'or.
Αν η αρχικές mimosa de paris ήταν γερμανικής προέλευσης την belle epoque σήμερα οι καινούριες ποικιλίες είναι γαλλικής προέλευσης.
Το κλάδεμα.
Ο θάμνος αυτός έχει ταλαιπωρηθεί διαχρονικά από το κλάδεμα. Αν αφεθεί ακλάδευτος γίνεται μια μεγάλη μάζα από κλαδιά που ανθίζουν μόνο στις άκρες. Αν κλαδευτεί πριν την άνθηση αφαιρούμε την άνθηση της επερχόμενης άνοιξης.Οι ανθοφόροι οφθαλμοί εμφανίζονται το φθινόπωρο παραμένουν το χειμώνα όταν τα φύλλα έχουν πέσει και ανθίζουν τέλος χειμώνα αρχές άνοιξης ανάλογα με τον καιρό, μπορεί να υπάρξει και άνθηση το φθινόπωρο αν ο καιρός είναι ζεστός. Ο παγετός μπορεί να καταστρέψει τους οφθαλμούς και το φυτό δεν ανθίζει, τον δεύτερο  και τρίτο χρόνο τα κλαδιά ανθίζουν περισσότερο και η άνθηση σταδιακά μειώνεται. Έτσι το κλάδεμα χωρίζεται σε κλάδεμα ανανέωσης όπου όλο το κλαδί κόβεται σχεδόν στην βάση του όπου θα πετάξει καινούρια κλαδιά και κλάδεμα αραίωσης. Ακολουθείται ο κανόνας του ενός τρίτου η του ενός τετάρτου  όπου το ένα στα τρία  η το ένα στα τέσσερα κλαδιά κόβεται από την βάση, έτσι το φυτό ανανεώνεται τελείως σε τρία η τέσσερα χρόνια. Το κλάδεμα αραίωσης συνίσταται στο κόψιμο κλαδιών μέχρι την διασταύρωση, καθώς οι παλιές ποικιλίες έχουν την τάση να διακλαδίζονται. Τα κομμένα κλαδιά μπορούν να μπουν σε βάζο όπου διατηρούνται αρκετά. Είναι επίσης δυνατό να κόψει κανείς κλαδιά πριν ανθίσουν και να ανθίσουν νωρίτερα σε βάζο στο σπίτι.
Ανθισμένα κλαδιά στο σπίτι στην καρδιά του χειμώνα.