Κυριακή 24 Ιουλίου 2016






        ΟΙ ΦΤΕΛΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
                      (Ulmus davidiana)

    Όταν η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς έφτασε  στην Αμερική αφανίζοντας τις αμερικάνικες   φτελιές (Ulmus americana) μέχρι τότε κυρίαρχο  είδος στις φυτεύσεις σε δρόμους και πάρκα την      προσοχή τράβηξαν ασιατικά είδη που φαίνεται  να έχουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Έχουμε  αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση στις φτελιές της Σιβηρίας (Ulmus pumila) που όμως      δεν έχουν επιθυμητά χαρακτηριστικά για αστική     χρήση. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν διασταυρώσεις  της σιβηρικής φτελιάς με άλλες ασιατικές   φτελιές που χρησιμοποιήθηκαν και στην              Ευρώπη όπως οι κλώνοι Sapporo Autumn Gold,  New Horizon, Rebona.Όμως οι ασιατικές  φτελιές που σήμερα ανήκουν στο είδος Ulmus  davidiana και παλαιότερα ανήκαν στα είδη Ulmus japonica, Ulmus wilsoniana, Ulmus  propinqua και Ulmus davidiana αξίζουν να χρησιμοποιηθούν καθώς έχουν επιθυμητά  χαρακτηριστικά και εφόσον γίνει επιλογή υψηλή   ανθεκτικότητας στην ολλανδική ασθένεια της  φτελιάς αλλά και πολλές φορές μια ομοιότητα         με την αμερικάνικη φτελιά.
Ένα δένδρο φτελιάς την άνοιξη που φυτεύτηκε το 1924 από
 σπόρο που διατέθηκε από το Arnold Arboretum στο Morton Arboretum και είναι το μητρικό δένδρο του κλώνου  Accolade. Tο δένδρο αυτό αποτέλεσε την αφετηρία 
μιας σειράς κλώνων από το Morton Arboretum.

Το μητρικό δένδρο του κλώνου Accolade
 δηλαδή Ulmus Morton
το φθινόπωρο στο Morton Arboretum.

Ένα δένδρο Ulmus Morton με όνομα Accolade το καλοκαίρι
που είναι διασταύρωση του Ulmus wilsoniana
 και Ulmus japonica.

Πρώτα διατέθηκε από το Morton Aboretum 
o κλώνος Triumph που είναι διασταύρωση 
του Vanguard και του Accolade 
και έπειτα ο κλώνος Accolade για 
να ακολουθήσουν έπειτα οι 
κλώνοι Commendation και Danada Charm.



Δένδρο φτελιάς Ulmus Morton Glossy με όνομα Triumph 
Φύλλωμα φτελιάς Ulmus Morton Glossy 
με το όνομα Triumph.





Δένδρα Ulmus morton stalwart με την εμπορική ονομασία Commedation.



Φύλλωμα Ulmus Morton Stalwart με 
ονομασία Commendation.
To είδος Ulmus davidiana var japonica, 
παλαιότερα γνωστό ως Ulmus japonica 
προσέλκυσε το ενδιαφέρον αρχικά 
στον Καναδά  λόγω της αντοχής του 
στο ψύχος αλλά και στην ολλανδική ασθένεια 
της φτελιάς έπειτα από επιλογή. 
Χρησιμοποιείται στην βόρεια Ιαπωνία στους δρόμους έχοντας σχετική ανθεκτικότητα
 στο ψύχος. Έτσι δημιουργήθηκαν
 οι ποικιλίες Jacan,Freedom,Thomson
 και Discovery.
Από αυτές μόνο η Discovery είναι διαδεδομένη 
στα φυτώρια Βόρειας Αμερικής  ενώ 
η Jacan είναι πιο σπάνια.
 Ο κλώνος Discovery προήλθε από
 επιλογή δένδρων φυτείας 
με σπόρο προέλευσης Μαντζουρίας στο
 πειραματικό σταθμό Morden και κριτήρια
 της επιλογής ήταν η ανθεκτικότητα 
στο ψύχος και στην ασθένεια.

Δένδρο Ulmus davidiana var japonica Discovery.
To Natiοnal Arboretum στην Αμερική από 
δένδρα Ulmus wilsoniana φυτεμένα το
 1965 έκανε μια επιλογή το 1975 
που διατέθηκε ως κλώνος το 1990 
με το όνομα Ulmus wilsoniana prospector.


Ulmus wilsoniana prospector

Ο φυτωριούχος Bieberich  έκανε μια επιλογή 
 Ulmus propinqua JFS Bieberich στη δυτική Οκλαχόμα που διατέθηκε 
με το όνομα Emerald Sunshine 
από τα φυτώρια J.Frank Schmidt.
Δένδρο φτελιάς Emerald sunshine το φθινόπωρο.
 
 Τα φυτώρια J.Frank Schmidt έχουν 
άλλη μια επιλογή για το 2017 
την Ulmus davidiana JFS KW2UD 
με το όνομα Greenstone.
Έρχεται το 2017 με το όνομα Greenstone.
Φύλλωμα του κλώνου Greenstone.
Από σπόρο που μάζεψε από την Ιαπωνία ο Heybrook  
το 1977 το ινστιτούτο  Alterra έχει επιλέξει 
τον κλώνο 1204 που θα διαθέσει στο προσεχές μέλλον.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

            Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
                      (platanus x acerifolia)
                            Η  ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
    Ο Πλάτανος ο ανατολικός (Platanus orientalis) είναι αυτοφυής στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία και εμφανίζεται σποραδικά μέχρι και το Κασμίρ της Ινδίας όπου είναι και εκεί διαδεδομένος. Ο πλάτανος χρησιμοποιείτο από την Αρχαιότητα για την σκιά του και διαδόθηκε από τους Ρωμαίους στην Ευρώπη. Ονομάστηκε πλάτανος από τους Έλληνες για την πλατιά του κόμη και orientalis δηλαδή ανατολικός από τον Linnaeus επειδή την εποχή εκείνη η ανατολή ταυτίζονταν με την Οθωμανική αυτοκρατορία που εκτείνονταν από την Βαλκανική  μέχρι την Αραβική Χερσόνησο.  Βρίσκεται κατά μήκος ποταμών όπου καλύπτει τις μεγάλες ανάγκες του σε νερό από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα.
Χαρακτηριστικό φύλλο ανατολικού πλατάνου
Ο δυτικός πλάτανος (Platanus occidentalis)  είναι ιθαγενές δένδρο στην ανατολική βόρεια Αμερική. Είναι το υψηλότερο πλατύφυλλο δένδρο της βόρειας Αμερικής όπου συναντάται σε πλατύφυλλα δάση, που φύονται σε πλούσια βαθιά αλλουβιακά εδάφη που αποστραγγίζονται καλά σε υγρό κλίμα.



Φύλλα δυτικού πλάτανου
Ο πλάτανος του Λονδίνου ή πλάτανος  o σφενδαμόφυλλος (Platanus acerifolia) προήλθε από διασταύρωση ανάμεσα στον πλάτανο τον ανατολικό και  τον δυτικό και για την  προέλευση του υπάρχει  μεγάλη σύγχυση. 
Η ανατολική βόρεια Αμερική  τον 17ο και 18ο αιώνα βρισκόταν από την διεκδίκηση δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Γαλλίας και της Βρετανίας. Φυσιοδίφες μετέφεραν σπόρους στις πατρίδες τους, έτσι σπόροι του δυτικού πλάτανου μεταφέρθηκαν σε βοτανικούς κήπους της Βρετανίας και της Γαλλίας.Το κλίμα της Βρετανίας όμως είναι ακατάλληλο για τον δυτικό πλάτανο που θέλει ζεστά καλοκαίρια για να ωριμάσει το ξύλο του και να αντέξει το ψύχος του χειμώνα, λόγω του υψηλότερου γεωγραφικού πλάτους που βρίσκεται η χώρα. Ενώ στη βόρεια Αμερική στο φυσικό του περιβάλλον υπάρχουν τα ζεστά καλοκαίρια. Το 1640 εισήχθη ο δυτικός πλάτανος στην Βρετανία περίπου ένα αιώνα αργότερα από τον ανατολικό. Ήταν πιο γρήγορος στην ανάπτυξη από τον ανατολικό αλλά πιο ευαίσθητος στο κρύο. Τον 18ο αιώνα είχε διαδοθεί περισσότερο από τον ανατολικό αλλά τον Μάιο του 1809 ο παγετός κατέστρεψε τους περισσότερους δυτικούς πλάτανους και τον χειμώνα του 1813-1814 καταστράφηκαν οι υπόλοιποι με αποτέλεσμα ο δυτικός πλάτανος να γίνει σπάνιος σε αντίθεση με τους ανατολικούς που επιβίωσαν.Το 1826 έγινε προσπάθεια να εισαχθεί ξανά ο δυτικός πλάτανος με σπόρο από Αμερική από τον φυτωριούχο Cobert. O Loudon αναφέρει έναν μεγάλο δυτικό πλάτανο που είδε το 1838 από τους ελάχιστους που είχαν επιβιώσει ενώ δεν φαίνεται να γνωρίζει τον πλάτανο του Λονδίνου αν και αναφέρει ότι στην Γαλλία από τους σπόρους του δυτικού παράγουν αμέτρητες ποικιλίες.Μπορεί οι δυτικοί πλάτανοι που επιβίωσαν να ήταν πλάτανοι του Λονδίνου.Τόσο ο ανατολικός όσο και ο δυτικός πλάτανος πολλαπλασιάζονταν  
 με μοσχεύματα  γιατί οι σπόροι δεν μπορούσαν να ωριμάσουν με εξαίρεση τον ανατολικό και αυτό ορισμένες χρονιές που ο καιρός ήταν καλός. Γύρω στα 1830 άρχισαν να εμφανίζονται κλώνοι που ήταν ανθεκτικοί και πωλούνταν ως επιλογές δυτικού πλατάνου. Ο Thomas Rives επέστησε την προσοχή ότι οι πλάτανοι αυτοί δεν ήταν αυθεντικοί δυτικοί πλάτανοι στους Loudon και Lindley αλλά δεν συμφώνησαν μαζί του, όμως το 1856 ο William Hooker διευθυντής των βοτανικών κήπων του Kew σε άρθρο του στο Gardeners Cronicle συμφώνησε ότι ένα δένδρο στον κήπο δεν ανήκε στο είδος του δυτικού πλατάνου.Το 1860 ο Thomas Rivers  σε άρθρο του στο Gardeners Cronicle αναφέρει ότι τα πλατάνια που πωλούνται ως Platanus occidentalis δεν είναι δυτικοί πλάτανοι και αντίθετα  ονομάζονταν από τους Γάλλους φυτωριούχους ως Platanus acerifolia ένα όνομα που είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για άλλο είδος πλάτανου όπως αναφέρω παρακάτω.  Αλλά το 1881 στο βιβλίο του The Garden ο G.Berry αναφέρεται στους πλάτανους του Λονδίνου ως δυτικούς πλάτανους μια αντίληψη που κράτησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ανάμεσα στους φυτωριούχους και συγγραφείς Έτσι όσα γράφονται για προέλευση του σφενδαμόφυλλου πλάτανου από τον βοτανικό κήπο του Kew, τον βοτανικό κήπο της Οξφόρδης ή τους Vauxhall gardens είναι τελείως αναληθή.Αν θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα βοτανικό κήπο για την προέλευση του σφενδαμόφυλλου πλατάνου αυτός είναι ο βοτανικός κήπος του Montpellier που είναι ο παλαιότερος της Γαλλίας και ένας από τους μεγαλύτερους της εποχής εκείνης. Δεν γνωρίζω πότε εισήχθη ο δυτικός πλάτανος στην Γαλλία από την Β.Αμερική όμως ο ανατολικός εισήχθη από την Βρετανία το 1754. Πολλοί από τους πρώτους φυσιοδίφες της βόρειας Αμερικής ήταν Γάλλοι και είναι βέβαιο ότι ο δυτικός πλάτανος εισήχθη στους βοτανικούς κήπους αρκετά νωρίς. Όμως ο δυτικός πλάτανος μπορούσε να φυτευτεί και εκτός βοτανικών κήπων και υπάρχουν στην νότια Γαλλία άτομα του δυτικού πλάτανου μεγάλης ηλικίας που είχαν φυτευτεί τον 18ο αιώνα.Αντίθετα τα μεγαλύτερα δυτικά πλατάνια στην Βρετανία έχουν  διαστάσεις μεγάλου θάμνου για δεκαετίες.

Μεγάλο δένδρο platanus occindentalis στην Γαλλία.
Από τούς σπόρους των δένδρων αυτών μπορούν να προκύψουν νέα δένδρα δυτικού πλατάνου αλλά και δένδρα με ενδιάμεσα χαρακτηριστικά, αν υπάρχουν κοντά και δένδρα ανατολικού πλατάνου που ήταν διαδεδομένο δένδρο σκιάς. Αν ονομάζεται πλάτανος του Λονδίνου αυτό οφείλεται στην ευρεία χρησιμοποίηση του στην πόλη αυτή, όπου στις αρχές του εικοστού αιώνα πάνω από το 60% των δένδρων στους δρόμους, τα πάρκα και τα συγκροτήματα κατοικιών  ανήκαν στο είδος αυτό. Τα πλεονεκτήματα του είδους αυτού είναι: η εύκολη αναπαραγωγή του με μοσχεύματα, οπότε παράγονται φυτά με ομοιόμορφα χαρακτηριστικά, η ανθεκτικότητα του σε φυτεύσεις στους δρόμους και το γεγονός ότι η σκόνη από την καύση κάρβουνου ξεπλένεται εύκολα από τη βροχή αφήνοντας τα φύλλα πράσινα και φρέσκα και επιπλέον ο φλοιός του δεν μαυρίζει από την σκόνη κάρβουνου καθώς αποφλοιώνεται αποκαλύπτοντας φρέσκα στρώματα φλοιού. Στο Λονδίνο δεν φυτευόταν πλέον για την σκιά του αλλά για την μεγαλόπρεπη κόμη του.
   
Φύλλο πλάτανου σφενδαμόφυλλου
Μια άλλη χώρα προέλευσης που αναφέρεται είναι η Ισπανία.Αυτό ξεκίνησε από τον Philip Miller όπου στο  Dictionary το 1759 αναφέρεται σε τέσσερα είδη πλατάνου: τον δυτικό, τον ανατολικό, τον σφενδαμόφυλλο και  το ισπανικό πλατάνι  που έχει μεγαλύτερα φύλλα από τα άλλα και είναι ενδιάμεσα  ανατολικού και του δυτικού, με έντονες προεξοχές στις άκρες του,ανοικτό πράσινο, κοντούς μίσχους καλυμμένους με χνούδι. Ο μαθητής του, William Aiton το 1789 στον κατάλογο των φυτών του βοτανικού κήπου του Kew που ήταν διευθυντής, αναφέρει το ισπανικό πλατάνι ως βοτανική ποικιλία του ανατολικού με το όνομα Platanus orientalis acerifolia. Ο διευθυντής του βοτανικού κήπου του Βερολίνου Carl Ludwig Wildenow αναφέρει το Platanus acerifolia ως είδος με προέλευση την Ανατολή.Το ισπανικό πλατάνι που αναφέρουν οι Miller και Aiton δεν μπορεί να είναι το ίδιο με το Platanus acerifolia του Wildenow. Ο φυτογεωγράφος Wildenow ενδιαφέρεται για αυτοφυή φυτά ώστε να αποκτήσουν το status του είδους, και το Platanus acerifolia είναι πιθανόν το πλατάνι της Περσίας και του Κασμίρ που είναι διαφορετικό από το πλατάνι της Ελλάδας το οποίο αναγνωρίζει ως το αληθινό  Platanus orientalis.Το ισπανικό πλατάνι φαίνεται ότι ήταν ένας πληθυσμός μεμονωμένων ατόμων σε καλλιέργεια στην Ισπανία. Το ισπανικό πλατάνι με τα μεγάλα φύλλα πιθανόν να είναι ένα πλατάνι από τις κτήσεις της Ισπανίας στην βόρεια Αμερική .Υπάρχουν αρκετά είδη όπως το Platanus glabrata ,Platanus racemosa, Platanus Wrightii ,Platanus mexicanica.Το πιθανότερο ίσως είναι το πλατάνι της Καλιφόρνιας platanus racemosa  που έχει τα μεγαλύτερα φύλλα από όλα τα πλατάνια και αυτό είναι το χαρακτηριστικό που αναφέρεται ως κύριο στο ισπανικό πλατάνι. Όμως το Platanus racemosa είναι ευαίσθητο στο κλίμα της Βρετανίας και αυτό εξηγεί και την σπανιότητα του. Η Καλιφόρνια  ανήκε τότε στην Ισπανία και έχει το ίδιο κλίμα με αυτήν, και όπως η ελιά Mission που καλλιεργείται ακόμη στην Καλιφόρνια και προέρχεται από την Ισπανία, πιθανόν η αντίστροφη πορεία να έγινε με το πλατάνι της Καλιφόρνιας που ονομάζεται σήμερα Platanus racemosa Το όνομα του το έδωσε το 1841 ο Βρετανός Thomas Nuttall καθηγητής στο πανεπιστήμιο Harvard, που εξερεύνησε την  Άγρια Δύση τις προηγούμενες δεκαετίες. Η επιστήμη την εποχή εκείνη στην Ισπανία βρισκόταν σε μεγάλη καθυστέρηση και έτσι το πλατάνι της Καλιφόρνιας περίμενε την εξερεύνηση από τους Αμερικανούς για να αποκτήσει επιστημονικό όνομα, οι Ισπανοί το ονόμαζαν Aliso. Το όνομα  Platanus orientalis macrophylla έδωσε ο Loudon στο ισπανικό πλατάνι ενώ ο Muenchhausen το 1770 έδωσε το όνομα Platanus hispanica με βάση την περιγραφή του Miller. Πρόκειται βέβαια για μια υπόθεση, είναι όμως φανερό ότι το Platanus hispanica δεν έχει σχέση  με τον πλάτανο του Λονδίνου. Επίσης ο σφενδαμόφυλλος πλάτανος που αναφέρει ο Miller ως τύπο του ανατολικού και ο Platanus acerifolia του Wildenow που αναφέρει ότι προέρχεται από την Ανατολή και ο platanus orientalis acerifolia του Loudon που αναφέρει ως τύπος του ανατολικού που διαφέρει μόνο στα φύλλα δεν έχουν σχέση με τον πλάτανο του Λονδίνου.Έτσι η εμφάνιση του πλάτανου του Λονδίνου μπορεί να μετατεθεί χρονικά στις αρχές του 19ου αιώνα από τον 18ο  ή το 17ο αιώνα. Και  τόσο το όνομα Platanus acerifolia όσο και το όνομα  Platanus hispanica δόθηκαν σε άλλα δέντρα από αυτά για τα οποία το χρησιμοποιούμε σήμερα.Το σωστότερο θα ήταν ίσως το Platanus hybrida του πορτογάλου  Brotero το 1804 στο Flora lusitanicum  που δεν γνωρίζουμε όμως σε ποιο πλατάνι αναφέρεται καθώς αναφέρεται σε κάποιο πλατάνι που είχε εισαχθεί στην Πορτογαλία. 

Φύλλα του Platanus racemosa
Ο φυτωριούχος Rivers σε άρθρο του το 1860  στο περιοδικό Gardeners Cronicle γράφει: ότι Γάλλοι φυτωριούχοι ονομάζουν  Platanus acerifolia το πλατάνι που φυτεύεται στο Λονδίνο και Platanus macrophylla το ισπανικό πλατάνι καθώς  επίσης και ότι οι Γάλλοι επιλέγουν τους κλώνους του Platanus acerifolia με κριτήριο το σχήμα του φύλλου. Αναφέρει τέσσερις κλώνους που αξιολογεί ως καλύτερους  και τα ονόματα που τους δίνουν οι Γάλλοι είναι:  Platanus acerifolia palmata,  Platanus acerifolia palmata superba,  Platanus acerifolia pyramidata που αντιστοιχεί μάλλον στον κλώνο Pyramidalis  και  Platanus acerifolia grandifolia.  Σε άλλο άρθρο το 1866 στο ίδιο περιοδικό ένας ανώνυμος συντάκτης αναφέρει δύο κλώνους που αξίζει να φυτευτούν  περισσότερο,  τον Platanus acerifolia palmata και  τον  Platanus acerfolia pyramidalis. 
   
Φύλλα του κλώνου London. Μια συνηθισμένη ποικιλία στο Λονδίνο
      Ο συντάκτης του aranya.co.uk θεωρεί ότι ο Platanus acerifolia palmata είναι ποικιλία που προωθεί ο Rivers και πιθανολογεί ότι πρόκειται για τον κλώνο Hackney. Για τον Pyramidalis δεν  υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για τον κλώνο που πλέον σήμερα πωλείται ως Platanus acerifolia χωρίς να αναφέρεται η ποικιλία, ενώ ο κλώνος palmata πιθανόν να είναι σύμφωνα με τον συντάκτη  ο Platanus orientalis Hackney.

Φύλλωμα του κλώνου Westminster.Μια παρόμοια με τον London συνηθισμένη ποικιλία που φυτευόταν τον 19ο αιώνα στο Λονδίνο.
Φύλλωμα Platanus acerifolia pyramidalis που πωλείται συνήθως ως Platanus x acerifolia
  Στην Βρετανία και την Ευρώπη φυτεύονταν συνήθως κλώνοι  σαν Platanus occidentalis ενώ στην Βόρεια Αμερική σπορόφυτα σαν Platanus orientalis.Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για λανθασμένα ονόματα μέχρι να επικρατήσει το Platanus x acerifolia  ή το συνώνυμο του Platanus x hispanica. Η ευρεία διάδοση του οφείλεται στην προσαρμοστικότητα του στα φτωχά  και  συμπιεσμένα εδάφη στους δρόμους με έλλειψη εδαφικού αέρα, την αντοχή του στην ρύπανση που κληρονόμησε από το ανατολικό πλατάνι και στην γρήγορη ανάπτυξη, το μεγάλο ύψος και την ευθύκορμη ανάπτυξη που κληρονόμησε από το δυτικό πλατάνι. Είναι ευρέως διαδεδομένο στους δρόμους των πόλεων στην δυτική Ευρώπη,βόρεια Αμερική, Αυστραλία.

 

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016


                          ΔΕΝΔΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
                             ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
      ΕΞΩΤΙΚΑ ΔΕΝΔΡΑ ΣΤΙΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΕΣ                                  ΠΟΛΕΙΣ
                                  ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
                      TIPUANA TIPU 
                                ΚΑΙ
              CASSIA LEPTOPHYLLA
         Το δένδρο Tipuana tipu προέρχεται από την νότια Βολιβία, βόρεια Αργεντινή,νότια Βραζιλία,Ουρουγουάη,Παραγουάη.
Εκτός από αυτές τις χώρες φυτεύεται επίσης Ισπανία,Πορτογαλία,Καλιφόρνια,Αριζόνα,Τέξας.
Μοιάζει το φύλλωμα του με την Robinia Pseudoacacia αλλά τα λουλούδια του είναι κίτρινα .
Στην Βαρκελώνη εισήχθη τις δεκαετίες του 20 και 30 μαζί με την γιακαράντα αλλά έχει διαδοδεί περισσότερο από αυτήν στους δρόμους όπου αποτελεί το 4% των δένδρων.Είναι επίσης διαδεδομένο σε όλες τις μεσογειακές πόλεις της Ισπανίας και φυτεύεται πρόσφατα και στην Πορτογαλία ενώ στις νότιες πολιτείες της Αμερικής διαδίδεται λόγω της γρήγορης ανάπτυξης του και της αντοχής του στην ζέστη και την ξηρασία.
 Τα άνθη του Tipuana tipu.
Στην Καλιφόρνια διαδίδεται τα τελευταία χρόνια ένα τροπικό δένδρο από την Βραζιλία γνωστό με το όνομα Gold Medallion tree  η Cassia leptophylla έχοντας αποδειχθεί να προσαρμόζεται στο ζεστό και ξηρό κλίμα της Καλιφόρνιας αλλά και στο χειμωνιάτικο κρύο.Μοιάζει με το Tipuana tipu καθώς έχει το ίδιο φύλλωμα κίτρινα λουλούδια αλλά μικρότερο μέγεθος.
Cassia leptophylla σε waterwise φύτευση.
άνθη του Gold Medallion tree (Cassia leptophylla)
Και τα δύο δένδρα μπορούν να προσαρμοστούν στην νότια Ελλάδα όπου δεν έχουν ακόμη εισαχθεί.  

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

                     ΔΕΝΔΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
                              ΜΕΡΟΣ  ΔΕΥΤΕΡΟ
       ΕΞΩΤΙΚΑ ΔΕΝΔΡΑ ΣΤΙΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΕΣ                                      ΠΟΛΕΙΣ.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
   Γιακαράντα (Jacaranda mimosifolia)
Δένδρα Jacaranda mimosifolia ανθισμένα στην Πραιτώρια την πόλη της Γιακαράντας.


  Η γιακαράντα προέρχεται από την Αργεντινή,Ουρουγουάη και Βραζιλία αλλά φυτεύεται και σε άλλες χώρες με ζεστό κλίμα όπως Αυστραλία,ΝότιαΑφρική,Καλιφόρνια,Τέξας,Φλόριντα,Πορτογαλία, Ισπανία,Ιταλία,Ελλάδα.Δεν αντέχει παγετούς κάτω από 7 βαθμούς υπό το μηδέν. Είναι καλύτερα να μην κλαδεύεται καθόλου γιατί παραμορφώνεται το σφαιρικό της σχήμα βγάζοντας σχεδόν κάθετα κλαδιά.Οι ρίζες είναι επιφανειακές δημιουργώντας πρόβλημα σε φυτά κάτω από τα δένδρα.Ανθίζει τέλη άνοιξης αρχές καλοκαιριού αφού έχει ρίξει τα φύλλα του δύο μήνες νωρίτερα.  Στην Ευρώπη τις περισσότερες γιακαράντες έχει η Λισσαβώνα ενώ τις περισσότερες γιακαράντες στον κόσμο η Πραιτώρια στην Νότια Αφρική.

Δρόμος με τράμ και Jacaranda στην Λισσαβώνα

Αλέα με δένδρα Jacaranda mimosifolia στην Πραιτώρια.
Δρόμος της Αθήνας με δένδρα Jacaranda.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016



               
          ΟΙ  ΣΙΒΗΡΙΚΕΣ  ΦΤΕΛΙΕΣ
   Οι σιβηρικές φτελιές (Ulmus pumila) προέρχονται από την ανατολική Σιβηρία την Μαντζουρία την Κορέα και την βόρεια Κίνα. Το όνομα είναι παραπλανητικό καθώς pumila σημαίνει χαμηλός ενώ οι σιβηρικές φτελιές είναι μεγάλα δένδρα.
Σιβηρική φτελιά (Ulmus pumila)
   Έχουν μεγάλη αντοχή στο κρύο την ζέστη και την ξηρασία. Εισήχθηκαν στην Ισπανία λόγω της αντοχής τους στην ζέστη και την ξηρασία το 17o αιώνα.Στην Βόρεια Αμερική εισήχθηκαν για χρήση στις κεντρικές πολιτείες τον 19o αιώνα για την αντοχή τους στο κρύο και την ξηρασία. Όταν υπήρξε μεγάλο πρόβλημα λόγω αιολικής διάβρωσης και ξηρασίας στις κεντρικές πολιτείες η σιβηρική φτελιά μαζί με την ρωσική ελιά (Eleagnus angustifolia) χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα σαν ανεμοφράκτες. 
Στην Μαδρίτη το 19o αιώνα η  πεδινή φτελιά ήταν το πιο χρησιμοποιούμενο είδος. Όμως η ξηρασία και η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και η πεδινή φτελιά αντικαταστάθηκε από την σιβηρική  που έχει ταυτόχρονα ανθεκτικότητα στην ξηρασία και στην ολλανδική ασθένεια της φτελιάς.Σήμερα η σιβηρική φτελιά είναι το πιο χρησιμοποιούμενο είδος στα πάρκα της Μαδρίτης και το δεύτερο πιο χρησιμοποιούμενο στους δρόμους της Μαδρίτης μετά το πλατάνι του Λονδίνου.Περίπου 70.000 δένδρα  φτελιάς υπάρχουν στην Μαδρίτη κυρίως σιβηρικής φτελιάς.Στην Ιταλία εισήχθηκαν μετά την εμφάνιση της ασθένειας για αντικατάσταση της πεδινής φτελιάς ανάμεσα στις άλλες χρήσεις για την υποστήριξη αμπελιών, μια αρχαία πρακτική που συνεχιζόταν ακόμη στην Ιταλία.
   Στην Αμερική έχει γίνει αυτοφυές και διασταυρώνεται φυσικά με την Ulmus rubra όπως και στην Ισπανία όπου έχει διασταυρωθεί φυσικά με την πεδινή φτελιά.Στην Αμερική η χρήση της έχει πλέον περιοριστεί στην ύπαιθρο για ανεμοφράκτες και στις πόλεις για κουρεμένους φυτικούς φράχτες λόγω των αρνητικών χαρακτηριστικών για φυτεύσεις σε δρόμους και πάρκα όπως η μικρή διάρκεια ζωής μεταξύ 25 και 50 ετών οι πολλές προσβολές από έντομα και μύκητες και η αραιή εμφάνιση του φυλλώματος.Ο ειδικός στα ξυλώδη καλλωπιστικά  Dr.Dirr έχει γράψει χαρακτηριστικά ότι αυτό το δένδρο είναι ίσως το χειρότερο και ότι δεν πρέπει να φυτεύεται πουθενά.
Φύλλωμα σιβηρικής φτελιάς.
  Οι Ολλανδοί δεν χρησιμοποίησαν την σιβηρική φτελιά σε διασταυρώσεις καθώς δεν είναι κατάλληλο για το θαλάσσιο κλίμα τους, αντίθετα στηρίχθηκαν στη φτελιά των Ιμαλάιων που φυτρώνει σε μεγάλο υψόμετρο στα Ιμαλάια που δεν όμως κατάλληλη για μεσογειακά κλίματα. 
  Αυτό υπήρξε η αιτία για το ιταλικό πρόγραμμα για την εύρεση ανθεκτικών ποικιλιών φτελιάς. Επιλογή κλώνων σιβηρικής φτελιάς χρησιμοποιήθηκαν για διασταυρώσεις με κλώνους από το ολλανδικό πρόγραμμα,των καινούριων και πιο ανθεκτικών Plantyn και Columella. Ό κλώνοs San Zanobi (FL094) είναι διασταύρωση του Plantyn και του κλώνου Ulmus pumila S15, είναι ένα δένδρο με ευθύ κορμό που μεγαλώνει γρήγορα κατάλληλο για δασοκομία, ο κλώνος Plinio (FL089) είναι διασταύρωση του Plantyn με τον κλώνο Ulmus pumila S02 και έχει πλατιά κόμη που το κάνει κατάλληλο και για καλλωπιστική χρήση. Αδελφικός κλώνος του plinio είναι  ο Arno (FL090) εχει δηλαδη τους ιδους γονείς ενώ ο κλώνος Fiorente (FL109) ειναι διασταύρωση του κλώνου Ulmus pumila S10 με τον κλώνο Ulmus minor c2.

  Το ισπανικό πρόγραμμα έχει παρόμοιες επιδιώξεις ,να δημιουργήσει κλώνους για χρήση σε πόλεις όπως η Μαδρίτη για πάρκα και δρόμους συνδυάζοντας την ανθεκτικότητα της σιβηρικής φτελιάς στην ξηρασία και στην ολλανδική ασθένεια της φτελιάς με τα ωραία χαρακτηριστικά της πεδινής φτελιάς. Οι Ισπανοί αξιολογούν πέντε τέτοιες ποικιλίες.Παράλληλα για χρήση στην ύπαιθρο έχουν επιλέξει επτά κλώνους πεδινής φτελιάς.
    Το 1958 από δένδρα σιβηρικής φτελιάς στο βοτανικό κήπο του πανεπιστημίου Hokkaido της Ιαπωνίας που επικονιάστηκε από γύρη ιαπωνικής φτελιάς παρήχθη μια ομάδα σπόρων από τις οποίες έγινε η επιλογή τού κλώνου   Sapporo Autumn Gold που διατέθηκε από το πανεπιστήμιο Winsconsin της Αμερικής το 1975. Γνώρισε μεγάλη διάδοση στην Αμερική και Ευρώπη καθώς τότε ήταν ο πιο ανθεκτικός κλώνος  με  ευρωπαικό η ιαπωνικό πρόγονο. Στην Βρετανία μια εταιρεία διέθεσε την ποικιλία αυτή δωρεάν σε σχολεία και δήμους στο πλαίσιο προγράμματος για την επιστροφή της φτελιάς στο αστικό τοπίο.
Ulmus Sapporo Autumn gold
Η ποικιλία αυτή παρά την εξαιρετική ανθεκτικότητα της έχει αρκετά από τα προβλήματα της σιβηρικής φτελιάς όπως την αραιή κόμη, την ξήρανση κλαδιών χωρίς λόγο και το αδύνατο ξύλο (κλαδιά σπάνε από τους ανέμους) αλλά και μια βελτίωση στην εμφάνιση σε σχέση με την σιβηρική φτελιά.Το κλάδεμα δεν δημιουργεί ανερχόμενα κλαδιά αλλά κλαδιά που γέρνουν προς τα κάτω κάνοντας δύσκολη την δημιουργία ενός ωραίου σχήματος.  


Αραιή κόμη Φτελιάς Sapporo Autumn Gold
  Η εμφάνιση βελτιώθηκε στις επόμενες ποικιλίες που παρουσίασε το πανεπιστήμιο του Winsconsin με πυκνό φύλλωμα και είναι διασταυρώσεις σιβηρικής φτελιάς και ιαπωνικής φτελιάς την New Horizon και την Rebona. H New Horizon και η Rebona διατίθενται σε πολλές Eυρωπαικές χώρες στην Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Ισπανία,Βρετανία,Αυστρία,Σουηδία.
  Στην Γερμανία,Ολλανδία,Αυστρία  διατίθεται επίσης η Regal που είναι επιλογή του Winsconsin από σπόρους από την Ολλανδία. 'Oλες αυτές μαζί με την Rebella, επίσης επιλογή του ίδιου πανεπιστημίου που είναι διασταύρωση της κινεζικής και της αμερικανικής φτελιάς διατίθενται με την εμπορική ονομασία σειράς Resista. Aποτελούν έτσι εναλλακτική  επιλογή υψηλής η πολύ καλής  ανθεκτικότητας  μέχρι  σήμερα απέναντι στην μοναδική επιλογή υψηλής ανθεκτικότητας του ολλανδικού προγράμματος την επιλογή Columella που είναι όμως πολύ στενής κόμης και με ένα μάλλον ανεπιθύμητο χαρακτηριστικό που έχει κληρονομήσει από την φτελιά του Exeter ότι δηλαδή τα φύλλα αγκαλιάζουν τα κλαδιά.  Η Sapporo autumn gold, Columella,New Horizon και Rebona βαθμολογούνται με 5 στα 5 ως προς την ανθεκτικότητα στην καταστροφική ασθένεια.


Ulmus New Horizon
Ulmus rebona
Η Regal έχει διαφορετική προέλευση,προέρχεται από διασταύρωση που έγινε στην Ολλανδία του κλώνου Commelin και του κλώνου 215  που είναι μια διασταύρωση Ulmus pumila και Ulmus Hoersholmiensis.Κάποιοι σπόροι δόθηκαν στo Winsconsin και έγινε αυτή η επιλογή.
Ulmus Hoersholmiensis



Ulmus regal
H Cathedral πωλείται στην Αμερική και έχει μεγάλα φύλλα σαν την ιαπωνική φτελιά ενώ η προσδοκία ομοιότητας με την αμερικάνικη φτελιά που δηλώνει το όνομα της δεν πραγματοποιήθηκε όπως άλλωστε έγινε και με την Sapporo Autumn gold και οι δύο  προέρχονται από τους ίδιους σπόρους από το πανεπιστήμιο Hokkaido.Η Cathedral έχει τις ίδιες αδυναμίες αλλά μεγαλύτερα φύλλα.





Ulmus Cathedral
Το 2008 ένα κινέζικο φυτώριο παρουσίασε ένα κλώνο σιβηρικής φτελιάς με κίτρινα φύλλα από την άνοιξη έως το φθινόπωρο.Είναι ένα μικρό δένδρο που ονομάζεται Ulmus Beijing Gold.
 

Φύλλα Ulmus Beijing Gold

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

           ΟΙ  ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ  ΦΤΕΛΙΕΣ
 Το δένδρο που φυτευόταν περισσότερο στην Βόρεια Αμερική στους δρόμους, στα πάρκα και στα campus των πανεπιστημίων ήταν η αμερικανική φτελιά(Ulmus americana).
Υ σχήμα κόμης αμερικάνικης φτελιάς (Ulmus americana)
Στις διπλές δενδροστοιχίες πάνω από τους δρόμους δημιουργείται η αίσθηση εσωτερικού γοτθικού καθεδρικού ναού.
When america was great
 Ο γοτθικός καθεδρικός ναός
Όταν το σκαθάρι Scolytus malustrianus  ήρθε από την Ευρώπη κουβαλώντας μαζί του τα σπόρια του Graphium Ulmi συνάντησε την διοικητική παράλυση και την αδράνεια.Μόνο η National park service που διαχειρίζεται τα πάρκα της Washington, το central park της Νέας Υόρκης και το 
Dartmouth College  έχουν σήμερα κάποιο πρόγραμμα αντιμετώπισης.Στο Καναδά η πόλη του Fredericton έχει ένα επιτυχημένο πρόγραμμα για πολλές δεκαετίες ενώ η πολιτεία της Manitoba έχει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα σε όλη την έκταση της περιορίζοντας τις απώλειες.Η πρωτεύουσα της Winnepeg έχει τον μεγαλύτερο αριθμό από λευκές φτελιές όπως λένε τις αμερικάνικες φτελιές στον Καναδά περίπου 238.000
Ο αριθμός των απωλειών για την πόλη το 2015 ήταν περίπου 6000.Οι πολιτείες της  Alberta  και της British Colombia έχουν ένα πρόγραμμα πρόληψης πριν φθάσει ο μύκητας στην περιφέρεια τους.
Η αναζήτηση ανθεκτικών κλώνων ξεκίνησε νωρίς χωρίς αποτέλεσμα μέχρι το 1983 εμφανίστηκαν με το όνομα Liberty έξι κλώνοι σχετικής ανθεκτικότητας.Το 1995  παρουσιάστηκαν από το National Arboretum οι ποικιλίες Valley Forge και η New Harmony.Η σημαντικότερη εξέλιξη ήταν η ανακάλυψη ότι η ποικιλία Princeton που εμφανίστηκε το 1922 έχει μεγάλη ανθεκτικότητα στον μύκητα Ophiostoma novo ulmi όπως λέγεται σήμερα.Η ανακάλυψη έγινε από τον φυτoριούχο Roger  Holloway που αναζητούσε ανθεκτικές ποικιλίες αμερικάνικης φτελιάς.

Φτελιές της ποικιλίας Princeton φυτεμένες τη δεκαετία του 1920 στη Wansington Avenue που οδηγεί στο πανεπιστήμιο Princeton.
Οι υπηρεσίες του υπουργείου γεωργίας δεν είχαν αξιολογήσει την ανθεκτικότητα υφιστάμενων ποικιλιών.Η ποικιλία Princeton είναι η περισσότερο διαθέσιμη και αυτή που πουλάει περισσότερο.Η National park service διέθεσε την Jefferson, προερχόμενη από ένα δένδρο που είχε επιβιώσει στο National mall στην Wansington.Το πανεπιστήμιο της Minesotta διέθεσε την St Croix ενώ αυτό της North Dakota την Prairie Expedition προερχόμενες από δένδρα που επιβίωσαν. Από ένα δένδρο στην Νέα Ορλεάνη προέρχεται ένας κλώνος με αντοχή στην ζέστη και άγνωστη ανθεκτικότητα στο μύκητα Ophiostoma με το όνομα Creole Queen που διατέθηκε το 2008. Υπάρχει επίσης μια νέα επιλογή το 2016 από το φυτώριο JFS  η Colonial Spirit ενώ η δασική υπηρεσία  αναζητεί δένδρα που επιβίωσαν.   

Ulmus americana St.Croix

Ulmus americana Colonial spirit.


Αμερικάνικες φτελιές το φθινόπωρο

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016









       

                                    OI ΟΛΛΑΝΔΙΚΕΣ ΦΤΕΛΙΕΣ
         Ulmus x hollandica.               
φτελιές σε κανάλι του Άμστερνταμ το φθινόπωρο.








 δένδρα Ulmus hollandica belgica έχουν πάρει αυτό το σχήμα από τη επίδραση των θαλάσσιων ανέμων, υπαίθρια δενδροστοιχία στην Ολλανδία


Ulmus hollandica belgica την άνοιξη σε κανάλι του Άμστερνταμ

     Στην Ευρώπη υπάρχουν τρία είδη φτελιάς η πεδινή φτελιά(Ulmus minor), την ορεινή φτελιά(Ulmus glabra) ,αυτή που έχει ενδιάμεσα χαρακτηριστικά την ολλανδική φτελιά (Ulmus hollandica) και την λευκή φτελιά Ulmus Laevis.

Ο Θεόφραστος αναφέρεται στην ορεινή πτελέα και την πεδινή πτελέα, τώρα η ορεινή φτελιά έχει περιοριστεί στη πίνδο τότε όμως που το κλίμα ήταν πιο ψυχρό υπήρχε σε όλα τα βουνά της Ελλάδας.

Η ορεινή φτελιά έχει μεγάλα ωραία φύλλα και ευδοκιμεί σε βόρεια μέρη ενώ σε νότιες περιοχές βρίσκεται σε βουνά έχει απαίτηση σε εδαφική υγρασία αλλά και σε υγρή ατμόσφαιρα και αντέχει στο ψύχος, ενώ η πεδινή είναι ανθεκτική στις πεδινές συνθήκες έχει μικρότερα φύλλα και έχει μια προτίμηση σε νότια κλίματα, βρίσκεται και στη βόρεια Αφρική και εκεί που υπάρχει υπόγειος υδατικός ορίζοντας κοντά σε ρυάκια και ποτάμια και αντέχει την κατάκλυση το χειμώνα αλλά και την ξηρασία το καλοκαίρι, επίσης βγάζει παραβλάσταρα από τις ρίζες.




Τα φύλλα της ορεινής φτελιάς


Η λευκή φτελιά έχει πιο ανατολική προέλευση καλύπτει τη ευρωπαική Ρωσία και φτάνει μέχρι την Ισπανία και είναι ένα είδος παραποτάμιο που αντέχει την κατάκλυση με νερό.

Όπου υπάρχουν μαζί οι πεδινές και οι ορεινές φτελιές διασταυρώνονται στη φύση και το ενδιάμεσο είδος ονομάζεται ολλανδική φτελιά. Οι κάτω χώρες ( Βέλγιο και Ολλανδία) είχαν τον 16 και 17 αιώνα μια παράδοση στην καλλιέργεια δένδρων και άλλων φυτών τα οποία εξήγαν στην Ευρώπη. Ο όρος ολλανδική φτελιά αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα φορτίο 400 δέντρων φτελιάς για εξαγωγή στη Γερμανία. Όταν ξεκίνησε η εποχή του Γουλιέλμου της Οράγγης στη Βρετανία εισήχθη και η ολλανδική φτελιά που ήταν ένας κλώνος ενδιάμεσος της πεδινής και ορεινής φτελιάς και χρησιμοποιούνταν για κλαδεμένες δενδροστοιχίες και κλαδεμένους φράχτες σύμφωνα με το ολλανδικό γούστο της κηποτεχνίας, αυτό δεν διάρκεσε πολύ στη Βρετανία καθώς ακολούθησε έπειτα η μόδα των κήπων τοπίου και η ολλανδική φτελιά δεν φυτευόταν τόσο συχνά. Ο κλώνος αυτός ονομάστηκε αργότερα ulmus hollandica και λίγο αργότερα Ulmus hollandica major και ο όρος Ulmus hollandica αφορούσε πλέον όλα τα δένδρα που είχαν ενδιάμεσα χαρακτηριστικά ανάμεσα στην πεδινή και ορεινή φτελιά. Στον 18ο αιώνα και ακόμη περισσότερο τον 19 αιώνα η φτελιά έγινε ένα πολύ χρησιμοποιούμενο δένδρο για δενδροστοιχίες και πάρκα και αυξήθηκαν πολύ οι κλώνοι που καλλιεργούνταν στη Ευρώπη. Περισσότερο δημοφιλής έγινε στην Ολλανδία λόγω του πεδινού εδάφους και της θάλασσας. Η φτελιά αντέχει τους δυνατούς θαλάσσιους ανέμους και το αλάτι που φέρνουν αλλά και αλάτι στο έδαφος αλλά και τον υψηλό υδατικό ορίζοντα λόγω βροχών η ποταμών .Ο κλώνος που χρησιμοποιούνταν από το 1850 μέχρι το 1928 ήταν ο κλώνος Ulmus hollandica belgica προερχόμενος από το Βέλγιο. Το 1938 σε μια εκτίμηση που έγινε το 99% των φτελιών στη Ολλανδία ήταν αυτός ο κλώνος με συνολικά 1.200.000 δένδρα. Είναι ένα δένδρο με γρήγορη ανάπτυξη με μεγάλο ευθύ κορμό, σημαντικό για την ξυλεία, που έχει δυνατό και πυκνό ριζικό σύστημα που αναπτύσσεται και δίνει σταθερότητα ακόμη και σε αμμώδη εδάφη ,που δεν βγάζει παραβλάσταρα και δεν χρειάζεται να εμβολιαστεί σε σπορόφυτα ορεινής φτελιάς όπως είναι η πρακτική για δένδρα που χρησιμοπούνται για δενδροστοιχίες σε δρόμους και έχει ωραία εμφάνιση όλες τις εποχές του χρόνου.



Ulmus hollandica belgica το χειμώνα στην Ολλανδία
Ulmus x hollandica belgica σε δενδροστοιχεία στην ύπαιθρο.


Οι Ολλανδοί είχαν βρεί το ιδανικό δένδρο για το θαλάσσιο υγρό κλίμα τους μέχρι που ήρθε η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς. Η μυκητολογική αυτή ασθένεια εξαπλώθηκε στη βόρεια Γαλλία το Βέλγιο και την Ολλανδία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο εξαφανίζοντας δένδρα που ήταν φυτεμένα από τον άνθρωπο και ήταν συνήθως ολλανδικές φτελιές στις περιοχές αυτές. Στη ανακάλυψη του αιτίου της ασθένειας πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το φυτοπαθολογικό ινστιτούτο Willie Commelin Scholten που βρισκόταν στο Barn κοντά στο Άμστερνταμ. Από το 1906 που την διεύθυνση του ανέλαβε η Johanna Westerdijk  η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια πανεπιστημίου στη Ολλανδία εξελίχθηκε στο σημαντικότερο κέντρο ερευνών στη φυτοπαθολογία και μεταφέρθηκε στη Villa Java στη πόλη Baarn. Το 1922 η Marie Beatrice Schwarz απομόνωσε το μύκητα και εμβολίασε με αυτόν φυτά Φτελιάς. Αργότερα ανατέθηκε στη Christine Buisman η απόδειξη του αιτίου της ασθένειας.

 Η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς έχει σχεδόν εξαφανίσει  τις φτελιές από τις πόλεις  στην Ευρώπη εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις όπως το Εδινβούργο και το Μπράιτον στην Βρετανία, τη Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα αλλά στη Ολλανδία  χάρις σε ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της ασθένειας  που ξεκίνησε τη δεκαετία του 70 και μέχρι τη δεκαετία του 90 και με φύτευση ανθεκτικών ποικιλιών καθώς γινόντουσαν διαθέσιμες, η φτελιά  σήμερα κατέχει την δεύτερη θέση μετά το πλατάνι ενώ στο Άμστερνταμ την πρώτη, όπου υπάρχουν σήμερα 75.000 δένδρα στα κανάλια και τους δρόμους αλλά και σε πάρκα. Όταν οι Ολλανδοί βρήκαν τα αίτια της ασθένειας ξεκίνησαν και την προσπάθεια για την εύρεση ανθεκτικών κλώνων από μια επιτροπή που δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό. Η Cristine Buisman που απόδειξε ότι το αίτιο της ασθένειας είναι ο μύκητας Graphium Ulmi τελειώνοντας μια επιστημονική διαμάχη Ολλανδών και Γερμανών ευρενητών, της ανατέθηκε από την επιτροπή που δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση της ασθένειας  να ξεκινήσει την προσπάθεια εύρεσης ανθεκτικών κλώνων από σπόρους που προέρχονταν από  Ισπανία και  Γαλλία αλλά και  συγκέντρωση όλων των κλώνων που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε για αξιολόγηση της ανθεκτικότητας τους.  Προήλθαν δύο κλώνοι , ο κλώνος 1 από φυτώριο στη Γαλλία και ο κλώνος 24 από σπόρους που συλλέχθηκαν στην Ισπανία όπου η ασθένεια δεν είχε τα ίδια δραματικά αποτελέσματα με την Βόρεια Ευρώπη, δημιουργώντας την υπόθεση ότι υπάρχει ανθεκτικότητα στην ιβηρική χερσόνησο στους τοπικούς πληθυσμούς πεδινής φτελιάς που ήταν πανάρχαιοι γιατί η Νότια Ευρώπη ήταν το οικολογικό καταφύγιο κατά την παγετώδη περίοδο που οι πάγοι είχαν καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Η επιτροπή που ήταν υπεύθυνη για την έρευνα, το 1937 επέλεξε τον κλώνο 24 που ήταν πιο ανθεκτικός και τον ονόμασε Christine Buisman προς τιμήν της ερευνήτριας που είχε πεθάνει την προηγούμενη χρονιά.


 Ulmus minor Cristine Buisman
Ο κλώνος αυτός έκανε πωλήσεις από το 1937 έως το 1950 από τα φυτώρια της Ολλανδίας έως 10.000 ετησίως. Όμως αποδείχτηκε ότι δεν είναι ανθεκτικός στο μύκητα Nectria cinnabarina που είναι ενδημικός στη χώρα που ευνοείται σε υγρό κλίμα ενώ ήταν ανθεκτικός στην Ιταλία και Αμερική. Σήμερα όμως παραδόξως είναι ανθεκτικός και στην Ολλανδία που τα δένδρα αυτά έχουν μεγαλώσει.


              ο κλώνος Christine Buisman σήμερα 

 
Ο κλώνος Bea Schwarz προς τιμή της ερευνήτριας Marie Beatrice Schwarz που ανακάλυψε το αίτιο της ασθένειας εμφανίσθηκε το 1948 αλλά δεν είχε επιτυχία λόγω μικρής ανάπτυξης. Χρησιμοποιήθηκε όμως στο Ολλανδικό πρόγραμμα βελτίωσης γιατί σε αντίθεση με το κλώνο Cristine Buisman οι απόγονοι του κληρονομούν την ανθεκτικότητα του. 

Ο κλώνος φτελιάς Ulmus minor Bea Schwarz 
Οι διασταυρώσεις άρχισαν το 1938  στο εργαστήριο γενετικής στο Wangenigen από την N.Krijthe ενώ στο Baarn στο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο από την Johanna Went γινόταν η έρευνα της ανθεκτικότητας.  Σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ένας κλώνος ολλανδικής φτελιάς που να είναι ανθεκτικός στην ασθένεια. Ο κλώνος φτελιάς του Hundigton (Ulmus x Hollandica Vegeta) από την Βρετανία βρέθηκε σχετικά ανθεκτικός και άρχισε να φυτεύεται μετά τον πόλεμο στην Ολλανδία αλλά και στην Θεσσαλονίκη, επίσης ανθεκτικός βρέθηκε ο κλώνος Ulmus glabra exoniensis που χρησιμοποιήθηκε στις διασταυρώσεις. Το 1953 όλες οι έρευνες μεταφέρθηκαν στη Wangenigen υπό την διεύθυνση του Hans Heybroek.Ο κλώνος Vegeta διασταυρώθηκε με τον κλώνο  1 που προέκυψε από σπόρο και δημιουργήθηκε η ποικιλία Commellin  το 1960 που γνώρισε μεγάλη επιτυχία πουλώντας 647.000 δενδρα μέχρι το 1974, προς τιμή του Johannes Commelin (1629-1692) διευθυντή βοτανικών κήπων του Άμστερνταμ .Το φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο στο Baarn είχε αναλάβει από το 1946 και τις διασταυρώσεις υπό την ευθύνη της Joahna Went ,εκτός από την εύρεση ανθεκτικών κλώνων που είχε από το 1928. Το 1953 ανέλαβε ο Hoybroek και σταδιακά η έρευνα μεταφέρθηκε στο Δασικό πειραματικό σταθμό στοWangenigen
Ο κλώνος φτελιάς Ulmus hollandica Commelin.

Το 1963 διατέθηκε στα φυτώρια ο κλώνος Groeneveld  με σκούρο πράσινο φύλλωμα σε αντίθεση με το απαλό πράσινο του Commelin.
Ο κλώνος Ulmus Hollandica Groeneveld
Προέρχεται από διασταύρωση του κλώνου ολλανδικής φτελιάς 49 και του κλώνου πεδινής φτελιάς 1.
Καθώς ένας καινούριος πιο δραστικός τύπος του μύκητα που προκαλεί την ασθένεια ήρθε στην Ευρώπη στη δεκαετία του 1960 πρώτα στη Βρετανία από τα λιμάνια του Avenport και του Λονδίνου με ξυλεία από την βόρεια Αμερική για την κατασκευή καρίνας γιώτ χωρίς οι βρετανοί να κάνουν τίποτα μέχρι που εντοπίστηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1970 ότι ήταν ένα πιο παθογόνο  είδος του ίδιου μύκητα, οι ποικιλίες αυτές δεν ήταν πλέον τόσο ανθεκτικές. 
   Ένας κλώνος φτελιάς που είχε ανθεκτικότητα ήταν ο κλώνος Ulmus  glabra exoniensis η αλλιώς η φτελιά του Exeter που διασταυρώθηκε to 1938 με έναν κλώνο ανθεκτικό στο ψύχος, της φτελιάς Ιμαλαίων Ulmus Wallichiana που έχει εξαιρετική ανθεκτικότητα στην ασθένεια. Η φτελιά των Ιμαλαίων βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο δεν παρουσιάζει συμπτώματα από τον μύκητα και έχει χαρακτηριστικά που θυμίζουν την ορεινή φτελιά. Ο νέος κλώνος 202 αποτέλεσε τη βάση των επόμενων ποικιλιών του ολλανδικού προγράμματος. Από την διασταύρωση του 202 με  αυτογονιμοποίηση  του Bea Schwarz προέκυψε ο κλώνος Lobel που διατέθηκε το 1973 με στενή κόμη προς τιμή του βοτανολόγου Matthias de Lobel. Από απόγονο από σπόρο του κλώνου 202 προήλθε ο κλώνος Dodoens προς τιμή του βοτανολόγου Rembert Dodoens, που διατέθηκε το ίδιο χρόνο. Το ίδιο έτος διατέθηκε και ο κλώνος Plantyn προς τιμή του εκδότη των δυο βοτανολόγων που προέρχεται από την διασταύρωση του κλώνου 202 με ένα κλώνο που προήλθε από διασταύρωση του κλώνου 1 με τον κλώνο 28. 
ulmus grabra exoniensins


Ulmus hollandica lobel
Ulmus hollandica dodoens
Ulmus hollandica Plantyn.
To 1983 διατέθηκε ο κλώνος Clusius προς τιμή του  βοτανολόγου Carolus Clusius. Είναι αδελφός κλώνος του Lobel.
Ulmus Hollandica Clusius


Οι διασταυρώσεις σταμάτησαν το 1983 και το 1989 διατέθηκε ο πιο ανθεκτικός κλώνος Columella προς τιμή του Ρωμαίου συγγραφέα αγροτικών πραγματειών προερχόμενη από σπόρο πιθανής αυτογονιμοποίησης του Plantyn. Με την συνταξιοδότηση του Heybroek το 1992 το ολλανδικό πρόγραμμα για την αναζήτηση μίας ολλανδικής φτελιάς  στο μέσο μιας περιόδου που θα απέδιδε αρκετούς καινούριους κλώνους καθώς τα τελευταία 17 χρόνια είχαν γίνει πολλές διασταυρώσεις, αφήνοντας και ανεκμετάλλευτο φυτικό υλικό  στο δασικό πειραματικό σταθμό, η  κυβέρνηση της Ολλανδίας έδωσε άλλο ένα πλήγμα στη χρήση της φτελιάς για λόγους οικονομίας σταματώντας το 1991 τη χρηματοδότηση της προστασίας από την ασθένεια προκαλώντας ένα τρίτο κύμα απωλειών αυτή όμως συνεχίστηκε από τοπικούς πόρους σε αρκετούς δήμους όπως του Άμστερνταμ και μετά το 2005 στις επαρχίες Friesland και Groningen με το όνομα Iepenwacht και οι απώλειες σήμερα είναι ελάχιστες στο 1%, βοήθησε σε αυτό και το εμβόλιο με το όνομα Doutch drig αλλά και οι φυτεύσεις δεν είναι πλέον ελάχιστες όπως ήταν στις αρχές του 2000 όπου η φτελιά δεν ήταν πλέον ούτε μέσα στα είκοσι πιο διαδεδομένα δένδρα από τα φυτώρια στην Ολλανδία, οι περικοπές στις δαπάνες για εκπαίδευση και έρευνα δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε το Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο στο Baarn που είχε αναλάβει το βάρος της έρευνας και πού ήταν κοινό ερευνητικό ίδρυμα των Πανεπιστημίων της Ουτρέχτης και τού Άμστερνταμ  πού έκλεισε.
Στο Άμστερνταμ έχει φυτευθεί σε μικρούς αριθμούς και ένας κλώνος που προήλθε απο σπόρο δένδρου Bea Schwarz στο Baarn,  και ονομάζεται Amsterdam.


Οι Γάλλοι πήραν φυτικό υλικό για αξιολόγηση και μετά από 20 χρόνια δοκιμών στο πάρκο του Παρισιού Bois de Vincennes, παρουσίασαν το 2002 τον κλώνο Naguen με εμπορική ονομασία Lutece, που είναι το λατινικό όνομα της πόλης, την καλύτερη ποικιλία του ολλανδικού προγράμματος μέχρι σήμερα που είναι μια διασταύρωση του Plantyn με τον απόγονο από σπόρο του Bea Schwarz  που είχε χρησιμοποιηθεί και στο Lobel  και Clusius με τον κωδικό 336. Πωλείται στην Γαλλία και Βρετανία όχι όμως στην Ολλανδία καθώς είχε κριθεί ευαίσθητο στο μύκητα Nectria cinnabarina. Η Ulmus lutece είναι ο κλώνος που έχει τις μεγαλύτερες πωλήσεις και θυμίζει τις Ευρωπαικές ποικιλίες πουλιέται ιδιαίτερα στη Γαλλία ανταγωνιζόμενη τη παλιά Ulmus Sapporo autumn gold αλλά και στη Βρετανία αλλά και αλλού στη Ευρώπη.

Φύλλωμα του Lutece χαρακτηριστικό ολλανδικής φτελιάς.
Το 2006 οι Γάλλοι παρουσίασαν τον κλώνο Wanoux με εμπορική ονομασία Vada που είναι το λατινικό όνομα της πόλης Wagenigen και αδελφός κλώνος του Collumela. Σε έρευνα γαλλική για την ανθεκτικότητα που δεν συμπεριέλαβε Columella αλλά ούτε και ιταλικές ποικιλίες μόνο οι ποικιλίες U.Sapporo autumn gold και U.New Horizon και οι δύο προαναφερόμενες βρέθηκαν αρκετά ανθεκτικές για να συστηθούν για φύτευση.
  
Φύλλωμα του Vada
Οι Αμερικανοί ασχολήθηκαν  και με τις φτελιές από την Ευρώπη και το 1983 παρουσίασαν μια ολλανδική φτελιά  με το όνομα Pioneer που πωλείται στα φυτώρια στην Αμερική και στην Ολλανδία.
Ulmus pioneer
Επίσης με το κλώνο 148 που προήλθε από το Ολλανδικό πρόγραμμα και είναι μια διασταύρωση τής φτελιάς του Huntington με τον κλώνο 28  που διασταυρώθηκε με φτελιά της Σιβηρίας(Ulmus pumila)  δημιουργήθηκε ο κλώνος Urban. Από την διασταύρωση του Urban με την ποικιλία ιαπωνικής φτελιάς Prospector δημιουργήθηκε η ποικιλία Patriot.
Τα σκούρα γυαλιστερά φύλλα της ιαπωνικής φτελιάς έχουν κληρονομηθεί από την Patriot
  Με τον κλώνο 215 από την Ολλανδία που είναι μια διασταύρωση της Commelin  με ένα κλώνο Ulmus pumilaX Ulmus minor Hoersholmiensins, που διασταυρώθηκε με ένα κλώνο Ulmus pumila δημιουργήθηκε η ποικιλία Homestead, που είναι κατά 5/8 Σιβηριανή φτελιά(Ulmus pumila) και κατά 3/8 Eυρωπαική φτελιά.H Homestead εμφανίστηκε το 1984 και πωλείται στην Αμερική και Ολλανδία.

Τα φύλλα του Homestead  έχουν κληρονομήσει το χαρακτηριστικό φύλλωμα της σιβηριανής φτελιάς.
   Το 2006 οι Ολλανδοί αποφάσισαν να αξιολογήσουν ως προς την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητα 10 κλώνους του παλιού Ολλανδικού προγράμματος. Ως προς την ανθεκτικότητα αρκετοί κλώνοι βρέθηκαν εφάμιλλοι του Collumela στην ανθεκτικότητα και αναμένεται να διατεθούν στο μέλλον μετά από αξιολόγηση πεδίου σε οκτώ ολλανδικές πόλεις. Έτσι σε αξιολογηση στην ολλανδική ασθένεια της φτελιάς  από τον Alterra, έτσι ονομάζεται τώρα το δασολογικό ινστιτούτο, ο κλώνος 1043 μια επιλογή ιαπωνικής φτελιάς εξαιρετικής ανθεκτικότητας, η ιαπωνική φτελιά δεν είναι κατάλληλη για την Ευρώπη λόγω αργής ανάπτυξης και ο κλώνος 1315 μια επιλογή του ολλανδικού προγράμματος που έχει ως προγόνους Commelin και Dodoens και φυσικά U. wallichiana αλλά και ο κλώνος 1322 που είναι U. minor και κατά το 1/8 μόνο U.pumila βρέθηκαν εφάμιλλοι του U. Columella. Άλλοι πέντε κλώνοι έχουν ανθεκτικότητα μεγαλύτερη του U. Lobel που είναι ο ανθεκτικότερος κλώνος του ολλανδικού προγράμματος μετά τον U.Columella, ενώ οι άλλοι δυο κλώνοι δεν έχουν ανθεκτικότητα που ξεχωρίζει.
    To 1975 ξεκίνησε το ιταλικό πρόγραμμα που χρησιμοποιεί φυτικό υλικό από το ολλανδικό πρόγραμμα .Οι κλώνοι San zanobi(2002) και Plinio(2003) είναι διαθέσιμοι από φυτώρια και είναι διασταύρωση του Plantyn με κλώνους Ulmus pumila.Επίσης το 2011 διατέθηκε ο κλώνος 504 με το ονομα Morfeo που προηλθε απο μητρικό δενδρο κλώνου Ulmus chemnui με τον κλωνο 405 που ειναι αδελφός κλώνος του Groeneveld.

Η επίδραση του Ulmus pumila φαίνεται στο φύλλωμα του San Zanobi. 
   Ολλανδικές φτελιές υπάρχουν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης Τσιμισκή,Λεωφόρο Στρατού,Αλεξάνδρου Σβώλου,Πολυτεχνείου, Επτάλοφου,Ανατολικής Θράκης,Ιπποδρομίου.   Είναι η φτελιά του Huntigton η αλλιώς Ulmus hollandica vegeta. Επίσης στο Ζάππειο στην Αθήνα ενώ στην Λιοσίων υπάρχουν Ulmus minor.Μια ολλανδικη φτελιά μεγάλου μεγέθους επίσης υπάρχει στο σταθμό του ηλεκτρικού στο Θησείο.



Ulmus hollandica vegeta το φθινόπωρο στην Θεσσαλονίκη.



Προσβολή από έντομα Galerucella luteola στα φύλλα φτελιάς στην Θεσσαλονίκη.