Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

    

                        CHARMILLE

                   Ο ΚΟΙΝΟΣ  ΚΑΡΠΙΝΟΣ

                            Carpinus betulus

                                Καρπίνος βετουλοειδής

       Ο κοινός καρπίνος ονομάζεται έτσι στην Ευρώπη ενω στην Βόρεια Αμερική ονομάζεται ευρωπαικός καθώς υπάρχει αυτόχθονος καρπίνος και εκεί,αυτοφύεται απο τα πυρηναία μέχρι την νότια Σουηδία στο Βορρά και μέχρι τον Καύκασο και το Ιράν στα ανατολικά.
Ο κοινός καρπίνος έχει σφαιρικό σχήμα κόμης σε ανοικτό χώρο.



Τα δένδρα αυτά φτάνουν τα 200 χρόνια  και φτάνουν μέχρι 20 μέτρα σε ύψος και μερικές φορές τα 30 μέτρα και βρίσκονται μαζί με βαλανιδιές  η οξιές σε πεδινά δάση στην Ευρώπη και είναι πολύ διαδεδομένα απο την επιφάνεια της Θάλασσας μέχρι 1000 μέτρα στις δυτικές άλπεις, στην Γαλλία είναι το τρίτο πλατύφυλλο δένδρο μετά την οξυά και την βελανιδιά.Απαιτεί υγρά εδάφη και  νοτιότερα αρχίζει να αραιώνει η εμφάνιση του ενω ταυτόχρονα ανεβαίνει σε υψόμετρο για παράδειγμα στην Ελλάδα δεν  απαντάται  νοτιότερα απο την φθοιώτιδα και σε υψόμετρο 500-1400 μέτρων ενώ φθάνει μεχρι 1800 μέτρα στο Ιράν. Σε μεσογειακό κλίμα στο επίππεδο της θάλασσας θέλει αρκετά ποτίσματα για να διατηρηθούν πράσινα τα φύλλα το καλοκαίρι και να μην πέσουν πρόωρα. Όμως δεν είναι ο μοναδικός αυτόχθονος καρπίνος στην Ευρώπη καθώς υπάρχει και ο ανατολικός καρπίνος (Carpinus orientalis) που δεν έχει την ίδια ευρεία διάδοση, είναι διαδεδομένος στην νοτιανατολική Ευρώπη, στην Ελλάδα απαντάται σε υψόμετρο 200 - 1400 μέτρων σε όλη την ηπειρωτική χώρα αλλά και σε νησιά στο Βόρειο Αιγαίο και αντέχει περισσότερο σε ζεστό κλίμα και ξηρά εδάφη και είναι μικρότερος με πιο αργή ανάπτυξη συνήθως θάμνος η μικρό δένδρο και δεν χρησιμοποείται  σε κήπους και πάρκα.


Τα χαρακτηριστικά οδωντωτά φύλλα με ανάγλυφες νευρώσεις του κοινού Καρπίνου
Τα φύλλα του Καρπίνου έχουν ανάγλυφες νευρώσεις και οδοντωτά άκρα.Γίνονται κίτρινα το φθινόπωρο και μπορεί να μείνουν στο δέντρο ξερά για αρκετό διάστημα το χειμώνα όπως στις βελανιδιές και στίς οξυές.Ο φλοιός ειναι λείος όπως στις οξυές και ξεχωρίζει από αυτές από τα οδοντωτά του φύλλα.Οι καρποί του είναι χαρακτηριστικοί του γένους.
Οι καρποί του κοινού καρπίνου

      
Carpinus betulus το φθινόπωρο


Ο ευρωπαικός καρπίνος το χειμώνα διατηρεί αρκετά από τα καστανά φύλλα του πριν μείνει τελείως γυμνός και έχουν ωραίο χρώμα.

Η οξιά  συνήθως προτιμείται στην Βόρεια Ευρώπη για την δημιουργία φυτικών φραχτών από φυλλοβόλα, όμως η οξιά δεν αντέχει σε υγρά εδάφη η αργιλλικά που αντέχει ο καρπίνος,Νοτιότερα ο καρπίνος είναι πιο κατάλληλος λόγω της ευπάθειας της οξυάς στην ξηρασία ενω ακόμη νοτιότερα σε μεσογειακό κλίμα και ο καρπίνος είναι ακατάλληλος γιατί χρειάζεται πολλά ποτίσματα.
Τα σπορόφυτα του είδους χρησιμοποιούνται για την δημιουργία φυτικών φραχτών την κατασκευή σχημάτων καθώς είναι φθηνότερα και διατηρούν το φύλλωμα τους και το χειμώνα.Οι κλωνικές επιλογές που υπήρχαν πριν τον 19ο αιώνα ήταν η incisa που ήταν γνωστή πριν το 1789 από την Βρετανία , η variegata πριν το 1770 απο την Βρετανία, και η quercifolia πριν το 1783 απο την Γερμανία ενώ πριν το 1850 περίπου εμφανίστηκε η pendula απο την Γαλλία.

Για δενδροστοιχίες ελεύθερου σχήματος και μεμονωμένα δέντρα χρησιμοποιούνται κλωνικές επιλογές , από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι η Fastigiata που υπηρχε πριν το 1883 που αναφέρθηκε πρώτη φορά απο τον G.Nicholson του βοτανικού κήπου Kew και είναι  ένα από τα καλύτερα δένδρα για δεδροστοιχίες σε πάρκα και είναι κατάλληλο και για μεμονωμένη φύτευση σε πάρκα όχι όμως σε στενά πεζοδρόμια σε πόλεις λόγω πλατιάς κόμης όταν μεγαλώνει που δεν είναι καθόλου fastigiate. Εάν ένα φυτώριο πουλάει καρπίνο τότε σχεδόν σίγουρα διαθέτει την fastigiata η όπως αλλιώς λέγεται Pyramidalis και πολλές φορές ειναι ο μόνος καρπίνος που διατίθεται όπως συμβαίνει στα φυτώρια στην Ελλάδα.Είναι ένα δένδρο με πιο πυκνό φύλλωμα από το είδος που έχει σχεδόν γεωμετρικό σχήμα χωρίς να κλαδεύεται, έχει ωραίο σχήμα σταγόνας όταν είναι νεαρό για να γίνει οβάλ όταν μεγαλώσει και να γίνει τελικά πυραμιδοειδές, χωρίς κυριαρχία κεντρικού στελέχους με φρέσκο πράσινο φύλλωμα την άνοιξη και κίτρινο το φθινόπωρο, τα φύλλα όμως δεν διατηρούνται το χειμώνα όπως συμβαίνει στα σπορόφυτα του είδους για αυτό δεν είναι κατάλληλο για φυτικούς φράχτες.Εμβολιάζεται συνήθως σε σπορόφυτα του είδους και μπορεί να παραχτεί και με σκληρά μοσχεύματα.

carpinus betulus fastigiata σε φυτώριο

Ο καρπίνος βρήκε στον κήπο τη μεγαλύτερη χρήση τον 17ο αιώνα την εποχή του μπαρόκ στη Γαλλία και συνδέθηκε κυρίως  με  ενα κλάδεμα διαμόρφωσης των βραχιόνων του σε ένα κατακόρυφο επίππεδο που επιτρέπει τον περιορισμό της κόμης σε πλάτος  χωρίς να χάνει σε πυκνότητα η κόμη , το φύλλωμα της κόμης παραμένει  πυκνό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο σε δενδροστοιχίες όσο και σε φράχτες ταιριάζει για αυτό το σκοπό λόγω της ανθεκτικότητας στο κλάδεμα και του πυκνού φυλλώματος αλλά και λόγω της  διατήρησης των φύλλων και το χειμώνα.Στη Γαλλία ο καρπίνος ονομάζεται charme και η σειρά από καρπίνους ονομάζεται charmille εννοώντας έτσι συνήθως ένα φράχτη απο καρπίνους.Χρησιμοποιηθηκε απο παλιά για αγροτικούς φράχτες αδιαπέραστους, είναι χαρακτηριστικό οτι στά ολλανδικά ονομάζεται Haagbeuk που σημαίνει οξυά για φράκτες, Haag ειναι φράχτης και beuk ειναι οξυά. Στις Βερσαλλίες στο δάσος που χρησιμοποείτο για κυνήγι απο τους  βασιλιάδες της Γαλλίας κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα διαμορφώθηκε ένα πλέγμα απο λεωφόρους  με δενδροστοιχίες φτελιάς και ιπποκαστανιάς ενώ τα αλσύλια που δημιουργήθηκαν έτσι απόκτησαν φυτικούς φράχτες απο καρπίνους διαμορφωμένους σε κατακόρυφο επίπεδο ετσι ώστε να μην έχουν μεγάλο πλάτος ενώ κλαδεύονταν κατακόρυφα. Ο καρπίνος χρησιμοποιήθηκε επίσης για σκεπαστές δεδροστοιχίες διαμορφωμένος πάνω σε αψίδα και ονομάζεται berceau de charmille όπως επίσης για λαβυρίνθους που ήταν δημοφιλείς την εποχή εκείνη σαν παιχνίδι,οι φράχτες ήταν ψηλοί ώστε να μην υπάρχει ορατότητα και σχετικά στενοί ώστε να υπάρχουν μεγάλες διαδρομές σε μικρό χώρο ενώ υπήρχαν και αδιέξοδες διαδρομές που δυσκόλευαν τους παίχτες που έπρεπε να φτάσουν στο κέντρο που βρισκόταν ένα ανυψωμένο κιόσκι, και ονομάζονταν maze de charmille.Στον κήπο του παλατιού Het loo  στην Ολλανδία έγινε ανακατασκευή με βάση τα παλιά σχέδια του 18ου αιωνα και δημιουργήθηκε και berceau de charmille αλλα και maze de charmille.Σε αψίδες απο ξύλο βαλανιδιάς αναπτύχθηκαν καρπίνοι που κλαδεύονται αρκετά ώστε να υπάρχει διάχυτο φως εσωτερικά ενώ υπάρχουν και παράθυρα.
Berceau de charmille εξωτερικά στο Het Loo
Berceau de charmille εσωτερικα στο Het Loo.
εύκολος λαβύρινθος maze de charmille στο Villandry
Allee de charmille, αλέα απο καρπίνους.
Αλέα απο καρπίνους με allium απο κάτω πλαισιωμένους από πυξάρι, με μικρό πλάτος κόμης που επιτρέπει το φωτισμό.

Εκτός από τους φυτικούς φράχτες είναι επίσης κατάλληλος για την διαμόρφωση στερεών σχημάτων όπως κύλινδρος, πυραμίδα και για  κλαδεμένες δεντροστοιχίες σε μια εποχή που τα φυτικά σχήματα έχουν επιστρέψει στη μόδα τις τελευταίες δεκαετίες.Οι κλαδεμένες δεντροστοιχίες μπορεί να προέρχονται απο δέντρα που έχουν υποστεί κλάδεμα διαμόρφωσης στο φυτώριο που επιτρέπει τον περιορισμό του πλάτους της κόμης,αν και η κόμη παραμένει πυκνή, μέσα σε συγκεκριμένες διαστάσεις κάτι που έχει σημασία για την εξοικονόμηση χώρου σε αστικές περιοχές,την απόκρυψη θέας και τον φωτισμό των φυτών που φυτεύονται από κάτω.
Αλέα απο καρπίνους σε περιορισμένο χώρο με μικρό πλάτος κόμης  που επιτρέπει και την φύτευση απο κάτω γιατι δεν κρύβει το φώς.

Διπλή δενδροστοιχία  με μικρό πλάτος στο Dumbartonoaks
Κλάδεμα διαμόρφωσης για περιορισμό του πλάτους της κόμης σε δένδρο καρπίνου σε φυτώριο.





Κύλινδροι carpinus betulus σε φυτώριο
Για την δημιουργία  φυλλοβόλλων φυτικών φράχτων στην βόρεια Eυρώπη ανταγωνίζεται την δημοφιλέστερη οξυά,και ο καρπίνος και η οξιά διατηρούν τα καστανά ξερά φύλλα το χειμώνα αλλά η οξιά είναι πιο αξιόπιστη σε αυτό το χαρακτηριστικό καθώς διατηρεί τα νεκρά φύλλα μέχρι να βγούν τα καινούρια ενώ ο καρπίνος τα διατηρεί λιγότερο και αυτό εξαρτάται απο τον καιρό και το κλάδεμα.
Carpinus betulus fastigiata σε φυτώριο το φθινόπωρο.

Carpinus betulus fastigiata την άνοιξη, είναι χαρακτηριστική η έλλειψη κυρίαρχου κεντρικού στελέχους


Carpinus betulus fastigiata  το χειμώνα πολλά και χονδρά κλαδιά
Δένδρα carpinus betulus fastigiata σε αστικό πάρκο στην Βόρεια Αμερική,ένα αρχιτεκτονικό δένδρο.
            Η εμφάνιση του δέντρου σε νεαρή ηλικία παραπλανεί καθώς το δένδρο γίνεται αρκετά μεγάλο και πλατύ.Φθάνει τα 15-18 μετρα σε ύψος και  μέχρι τα 12 σε πλάτος. 
Όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες ο καρπίνος είναι κατάλληλος για δενδροστοιχίες όπου υπάρχει ο χώρος όπως σε πάρκα καθώς είναι ανθεκτικός στις ασθένειες και δεν υπάρχουν απώλειες δένδρων, μπορεί να περιοριστεί όμως με κλάδεμα που ανέχεται πολύ καλά.
Αλέα απο Fastigiata στην Ιταλία στο Castello di Venaria





Μια άλλη κλωνική επιλογή που μοιάζει λίγο με το fastigiata είναι ο Carpinus betulus Columnaris εμφανίστηκε το 1891 στα φυτώρια Spath  στη Γερμανία και περιγράφηκε απο τον ludwig Beissner, είναι μικρότερος με πολύ αργή ανάπτυξη  με στενό ωοειδές σχήμα όταν είναι νεαρό  που πλαταίνει αργότερα και τελικό ύψος μέχρι 8 μέτρα με πλάτος μεχρι 4 μέτρα. Λόγω της αργής του αναπτυξης δεν διαδόθηκε πολύ γιατί δεν ενδιέφερε τους φυτωριούχους,καθώς όμως το fastigiata έδειχνε το πρόβλημα του πλάτους της κόμης του προκάλεσε περισσότερο το ενδιαφέρον.Το 1935 όταν ο δήμος του Βερολίνου εξέφρασε τα παράπονα του για το fastigiata το φυτώριο Spath πρότεινε το Columnaris το οποίο όμως απορρίφθηκε απο τον δήμο.Μετά τον πόλεμο όταν άρχισε να φυτεύεται στην Ολλανδία διαπιστώθηκε η δυσκολία να επιβιώσει στο περιββάλλον του δρόμου.Μετα απο 35 χρονια άρχισαν να ξεραίνονται κλαδιά και μέσα σε δυό χρόνια το δένδρο είχε ξεραθεί, το δένδρο είχε εξαντλήσει τα θρεπτικά στοιχεία στο λάκκο φύτευσης, έτσι έγινε κατανοητό οτι το Columnaris έπρεπε να φυτεύεται σε ανοικτό έδαφος σε πάρκα η σε λάκκους 5 επι 5 μέτρων κάτω απο πεζοδρόμια.Σε αντίθεση με το Fastigiata διατηρεί την κυριαρχία του κεντρικού στελέχους.Η αναζήτηση για ένα δένδρο καρπίνου που έχει ανερχόμενα κλαδιά και παραμένει σχετικά στενό συνεχίστηκε στην Ολλανδία και το Βέλγιο και παρήχθησαν αρκετές καινούριες ποικιλίες που ηταν κατάλληλες για δρόμους. 
Carpinus betulus columnaris με κυριαρχία κεντρικού στελέχους.

Μια εντυπωσιακή επιλογή βρέθηκε στην Βρετανία και έχει φθινοπωρινό εντυπωσιακό χρώμα που θυμίζει τους σφενδάμους στην Βόρεια Αμερική.


Φθινοπωρινό φύλλωμα απο το τέλος Σεπτεβρίου μέχρι μέσα Νοεμβρίου του κλώνου Rockhampton Red.

Είναι ενα τυχαίο σπορόφυτο που βρέθηκε στα τελη του 20ου αιώνα στο Mount Pleasant tree Nursery στο Rockhampton στη Βρετανία απο τον Geoff Locke.Εχει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους εκτός απο το φθινοπωρινό φύλλωμα που από τον Οκτώβρη μέχρι μέσα Νοεμβρίου έχει έντονο κόκκινο  με πορτοκαλί χρώμα.Διατίθεται σε πολλά βρετανικά φυτώρια και αναμφίβολα θα διαδοθεί περισσότερο καθώς το χρώμα αυτό είναι ασυνήθιστο σε ευρωπαικά είδη και επιπλέον οι σφένδαμοι απο την Βόρεια Αμερική που έχουν εντυπωσιακά ανάλογα χρώματα δεν αναπτύσσονται καλά σε ασβεστούχα εδάφη.

Μια παλαιότερη κλωνική επιλογη πριν απο το 1873 με περιγαφή απο τον K.Koch έχει κοκκινωπά φύλλα την άνοιξη που γίνονται γρήγορα πράσινα και ονομάζεται Carpinus betulus purpurea, είναι αργότερη σε ανάπτυξη απο το είδος και μικρότερο σε τελική ανάπτυξη φτάνοντας ένα ύψος 10 -15 μέτρα και 5-7 μέτρα αλλά αντέχει καλύτερα σε ξηρά και συμπαγή εδάφη δεν αντέχει όμως το ίδιο στην ζέστη και σε μικρή διάρκεια κατάκλυσης με νερό όπως το είδος.
Τα κοκκινωπά φύλλα του carpinus betulus purpurea την άνοιξη

Ο carpinus betulus fastigiata ενώ εχει μορφή σταγόνας σε νεαρή ηλικία καθώς μεγαλωνει πλαταίνει και γίνεται ευρύ ωοειδες για να γίνει πυραμιδοειδές τελικά, με πλάτος 6-12 μέτρα και με ύψος 15-18 μέτρα, αυτό τον κάνει ακατάλληλο για όσους θέλουν ένα δέντρο με fastigiate μορφή για μεμονωμένη φύτευση η για δρόμους στις πόλεις. Ο καρπίνος είναι δευτερεύον δένδρο για φυτεύσεις σε δρόμους στην Ευρώπη, στο Βερολινο για παράδειγμα είναι μόλις το 2% των δενδρων στους δρόμους,εξαίρεση αποτελεί το Δουβλίνο που από την δεκαετία του 80 φυτεύει σε πάρκα και δρόμους την ποικιλία fastigiata,φτάνοντας το 14% των δένδρων στους δρόμους, τα τελευταία χρόνια είναι το τρίτο σε αριθμούς φυτεύσεων  στούς δρόμους μετά τον σφένδαμο (Acer) και την αχλαδιά(pyrus). Τα τελευταία χρόνια όμως αυτό μπορεί να αλλάξει καθώς ο καρπίνος γίνεται κατάλληλος για στενούς δρόμους καθώς έχουν εμφανιστεί αρκετές κλωνικές επιλογές απο το Βέλγιο και την Ολλανδία για να καλύψουν αυτή την απαίτηση, κυρίως για φύτευση σε δρόμους, έχουν δηλαδή ένα πιο στενό σχήμα, οι πιο διαδεδομένες στην Ευρώπη είναι  c.b Albert Beeckman, c.b Frans Fontaine και c.b Lucas.

Το 1983 αποκτά πατέντα ο Carpinus betulus Frans Fontaine, αλλα η κλωνική επιλογη ειχε γίνει πριν το 1962  απο ενα ολλανδικό φυτωριο αναμεσα σε αλλες τοποθεσίες φυτεύηκε και  στο βοτανικό κήπο του Eindhoven στην Ολλανδία για να αξιολογηθεί η καταλληλοτητα του για φύτευση σε δρόμους και τελικα  πήρε το όνομα του διευθυντή του κήπου απο το 1953 μέχρι το 1983. Ενα δένδρο με στενό ωοειδές σχήμα με ύψος μέχρι 10 μέτρα και πλάτος μέχρι 3 μέτρα, με φρέσκα πράσινα φύλλα που διατηρούνται και το καλοκαίρι και γίνονται χρυσά κίτρινα το φθινόπωρο, διατηρεί την ανθεκτικότητα στην ξηρασία και την ζέστη  που έχουν τόσο το είδος όσο και το fastigiata, δεν κάνει καρπούς και δεν διατηρει καστανά φύλλα το χειμώνα. Κατάλληλο για δρόμους και κήπους.


Carpinus betulus Frans Fontaine το φθινόπωρο
Ο carpinus betulus Albert Beeckman αποκτά πατέντα  το 1985 απο το φυτώριο Beeckman στο Βέλγιο. Είναι και αυτή μια στενή επιλογή πιο στενή και μικρότερης ανάπτυξης απο την fastigiata με σχήμα κιονοειδή στην αρχή και πυραμιδοειδή στη συνέχεια. Φτάνει το ύψος 12-15 μέτρα και πλάτος 8-10 μετρα.Δεν κάνει καρπούς και έχει διπλά οδοντωτά φύλλα από την αρχή της άνοιξης και δεν αντέχει την ζέστη και την ξηρασία σαν το είδος ούτε διατηρεί τα καστανά φύλλα το χειμώνα.

Ο Carpinus Betulus Lucas  αποκτά πατέντα το 2003 απο το φυτώριο Luis Houtmeyers στο Βέλγιο. Πρόκειται για μια στενή επιλογή που πήρε το όνομα του υιού του ιδρυτή του φυτωρίου, παίρνει ενα στενό πυραμιδοειδές προς  ωοειδές σχήμα σε ύψος 8-10 μετρα και1-3 μέτρα πλατος με φύλλα μεγαλύτερα και πιο σκούρα που έχουν καφεκίτρινο η χρυσοκίτρινο χρώμα το φθινόπωρο και τα καστανά φύλλα παραμένουν στο δένδρο  το χειμώνα όπως η οξιά για να πέσουν όταν βγαίνουν τα καινούρια, κάνοντας την ποικιλία αυτή ιδανική για φράχτες αλλά και δρόμους και κήπους.




Υπάρχουν και άλλες ποικιλίες στα φυτωρια στην ευρώπη όπως η pendula που εμφανιστηκε στη Γαλλια πριν το  1850 και περιγράφηκε απο τον Masse και η quercifolia πριν το 1783 στην Γερμανία απο τον C.f Ludwing.
Carpinus betulus pendula
Τα φύλλα του Carpinus betulus Quercifolia.
Η  ποικιλία που υπάρχει στα φυτώρια στην Ελλάδα ειναι η fastigiata η  Pyramidalis συνήθως με κλαδιά από την βάση και φυτεύεται στη θέση της λεύκας η στη θέση ενος κωνοφόρου κιονοειδούς μια λανθασμένη επιλογή καθώς όπως αναφέραμε μεγαλώνει πολύ και σε πλάτος για να χρησιμοποιηθεί για αυτό το σκοπό.Συνοψίζοντας, για φράχτες και σχήματα χρησιμοποιούνται σπορόφυτα του είδους για δενδροστοιχίες σε πάρκα χρησιμοποιείται η fastigiata, η Columnaris χρησιμοποιειται σε κήπους λογω της αργής αναπτυξης ενώ η purpurea σε πάρκα και arboretum, αυτές είναι οι παλαιότερες κλωνικές επιλογές ενώ οι πιο παλιές διαφέρουν στο σχήμα του φύλλου και χρησιμοποιούνται σπάνια ενώ οι καινούριες κιονοειδούς σχήματος ποικιλίες καλύπτουν κυρίως την απαίτηση για φύτευση σε στενούς δρόμους ενώ η ποικιλία με το έντονο κόκκινο χρώμα θα γίνει πολύ δημοφιλής σε πάρκα. 
Στη βόρεια αμερική ο καρπίνος εκπροσωπείται απο τον ιθαγενή Carpinus caroliniana, υπάρχουν και κλωνικές επιλογές με φθινοπωρινά χρώματα αλλά είναι ένα δέντρο μικρότερου μεγέθους, ενώ ο ευρωπαικός καρπινος εκπροσωπείται από την ποικιλία Fastigiata ενώ μια καινουρια κλωνική επιλογή στη βόρεια Αμερική είναι η amerald avenue  με πυραμιδοειδές σχήμα και ανθεκτικότητα στη ζέστη.
Ostrya carpinifolia.
Όστρυα καρπινόφυλλος
Όμως για τις μεσογειακές χώρες υπάρχει ένα πιο κατάλληλο δένδρο που μοιάζει με τον καρπίνο και προέρχεται απο την νοτιοανατολική Ευρώπη, στην ηπειρωτική Ιταλία που είναι πιο διαδεδομένο ιδίως στη οροσειρά των απεννίνων,  ονομάζεται carpino nero δηλαδή καρπίνος μαύρος ενώ ο κοινός καρπίνος ονομάζεται  carpino bianco δηλαδή καρπίνος λευκός,πρόκειται για το χρώμα του φλοιού του κορμού που διαφέρει.Στην Ελλάδα βρίσκεται σε υψόμετρο 200-1800 μέτρα. Ονομάζεται Ostrya carpinifolia απο την ελληνική λέξη οστρουα που σημαίνει σαν κόκκαλο, ενώ carpinifolia σημαίνει με φύλλα σαν του καρπίνου.Ενώ στη Γαλλία ο καρπίνος  αφθονεί στα δάση,  στη Ιταλία που έχει πιο ζεστό κλίμα η Όστρυα είναι πιο διαδεδομένη απο τον καρπίνο.  

Δένδρο όστρυας σε πάρκο στην Ολλανδία


νεαροι καρποί της όστρυας
ώριμοι καρποί της όστρυας
τα φύλλα της όστρυας

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

             

                 English Lavender 

      Lavandula angustifolia                 


             Η    ΑΓΓΛΙΚΗ  ΛΕΒΑΝΤΑ   ΚΑΙ                                 ΑΛΛΕΣ ΛΕΒΑΝΤΕΣ                                                                                                (Lavandula angustifolia)
                                               
  
        Στις παραμεσογειακές χώρες υπάρχουν αρκετές λεβάντες αυτοφυείς όπως η Lavandula angustifolia , η Lavandula lanata, η Lavandula latifolia, η Lavandula dentata και η  Lavandula stoechas.

            H Lavandula angustifolia (λεβάντα η στενόφυλλη) είναι αυτοφυής στην μεσογειακή περιοχή σε υψόμετρο,στη Γαλλία για παράδειγμα  απο 500 εως 1500 μετρα. Η λεβάντα η στενόφυλλη ονομαζεται και Αγγλική λεβάντα όχι γιατί ευδοκιμεί στην  Αγγλία όπως συνήθως αναφέρεται αλλά γιατί  διαδόθηκε  για τις χρήσεις της για την καθαριότητα και ως άρωμα.Καθως η αγγλική λεβάντα δεν ηταν αυτοφυής έπρεπε να καλλιεργηθεί.Απο το 16ο αιώνα ξεκινάει η καλλιέργεια της λεβάντας στο Mitcham σημερινό προάστιο του Λονδίνου που καλλιεργούνταν διάφορα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά και ήταν γνωστό ως το μονπελλιέ της Αγγλίας(εξαιτίας του βοτανικού κηπου του Monpellier  με φαρμακευτικά φυτά) και το 1749 ξεκίνησε η εκτεταμένη  καλλιέργεια της λεβάντας για την παραγωγή αιθέριου ελαίου λεβάντας απο τους Ephraim Potter και William Moore.Το 1770 η Yardley London πουλούσε προιόντα πρωσωπικής υγιεινής με βάση τη λεβάντα και οι δύο εταιρείες ταυτίστηκαν με την αγγλική λεβάντα στην Αγγλία και το εξωτερικό. Ηταν στην βικτωριανή εποχή που η λεβάντα έφτασε στο απόγειο της δημοτικότητας της.Η βασίλισσα Βικτώρια χρησιμοποιούσε τη λεβάντα για τον καθαρισμό των επίπλων, πατωμάτων και υφασμάτων και το άρωμα της λεβάντας έγινε σύμβολο καθαριότητας και υγιεινής.Το Mitcham έγινε το παγκόσμιο κέντρο παραγωγής αιθέριου ελαίου λεβάντας και τα αγγλικά προιόντα με βάση την λεβάντα εξάγονταν σε όλο τον κόσμο.Το αιθέριο έλαιο αγγλικής λεβάντας πωλείτο 4 -6 φορές περισσότερο απο αυτό της ηπειρωτικής ευρώπης λόγω αναγνώρισης της καλύτερης ποιότητας.Αυτό οφείλεται στην καλλιέργεια αποκλειστικά της αγγλικής λεβάντας ενώ στην ηπειρωτική ευρώπη η λεβάντα συλλέγονταν μαζί με άλλα είδη χαμηλότερης ποιότητας. Στις αρχές του 20ου αιώνα  οι καλλιέργειες της λεβάντας στο Mitcham και τα γειτονικά σημερινά προάστια του Λονδίνου Walligton και  Carshalton σχεδόν εξαφανίστηκαν απο την επέκταση του Λονδίνου. Ηδη το 1920 υπήρχαν λιγότερα απο 40 στρέμματα λεβάντας στο Mitcham.
  Το κλίμα της Αγγλίας δεν ευνοεί την καλλιέργεια της λεβάντας η οποία θέλει ορεινό μεσογειακό κλίμα γιατί σε χαμηλότερο υψόμετρο υποφέρει απο την ξηρασία και την ζέστη,αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κλίμα της Αγγλίας ειναι κατάλληλο γιατί είναι ένα φυτό που δεν αγαπάει την υγρασία στην ατμόσφαιρα και στο έδαφος θέλει πολύ καλή αποστράγγιση, ηλιοφάνεια και ζεστό κλίμα. Ενας ψυχρός και υγρός χειμωνας μπορεί να σκοτώσει τα φυτά. Και αυτό είναι που αναφέρει η M.Grieve (1931) οτι στο Mitcham ολοκληρες σειρές φυτών λεβάντας καταστρέφονται το χειμώνα και αναπληρώνονται συνεχώς με καινούρια φυτά  έτσι ώστε ολόκληρη η φυτεία αντικαθίσταται εντός έξι ετών.  
Σε ενα κήπο όμως σε πεδινό έδαφος σε μεσογειακή χώρα το πρόβλημα της ξηρασίας μπορεί να αντιμετωπιστεί εφόσον το φυτό έχει εγκατασταθεί καλά με αρκετά ποτίσματα και ελάχιστη άρδευση εφόσον χρειαστεί σε ξηρά καλοκαίρια.Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όσοι καλλιεργούν αγγλική λεβάντα βρίσκεται περισσότερο στην σωστή  εγκατάσταση του φυτού γιατί ένας τρόπος για να αντιμετωπίζουν τα μεσογειακά φυτά την ξηρασία βρίσκεται στο βαθύ ριζικό σύστημα.Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα, η αγγλική λεβάντα απαιτεί άφθονο ασβέστιο στο έδαφος για να αναπτυχθεί και καλή αποστράγγιση ώστε να αναπτύξει βαθύ ριζικό σύστημα και να αντέξει την ξηρασία.Ετσι προσθήκη άμμου στο χώμα κατα προτίμηση άσπρη άμμος στην αρχη της φύτευσης και σε βαθος μεχρι 45 εκατοστα και επιφανειακη εφαρμογη μαρμαροσκόνης κάθε χρόνο  είναι το μυστικό της καλλιέργειας της αγγλικής λεβάντας στο κήπο.Για όσους καλλιεργούν λεβάντα για παραγωγή θα πρέπει να έχουν είτε να έχουν διαπερατά  εδάφη με άφθονο ασβέστιο είτε ένα ασβεστούχο άσπρο χώμα σε υψόμετρο πάνω απο 600 μέτρα.Αν δεν υπάρχει αφθονία ασβεστίου θα πρέπει να γίνει ενσωμάτωση μεγάλων ποσοτήτων γεωργικού τριμμένου ασβεστολίθου και ετήσια επιφανειακή προσθήκη του ίδιου υλικού που δεν είναι όμως ευκίνητος στο χώμα για αυτό έχει σημασία η αρχική ενσωμάτωση μεγάλων ποσοτήτων στην αρχή της καλλιέργειας.Ιδίως η αγγλική λεβάντα (Lavandula angustifolia ) απαιτεί ασβεστολιθικά εδάφη  για να ευδοκιμήσει άριστα. Για τον κήπο,υπάρχουν πολλές ποικιλίες αγγλικής λεβάντας όπως η Munstead που ειναι κοντή και ανθεκτική και είναι επιλογή του φυτωρίου που είχε η σχεδιάστρια κήπων και ζωγράφος Gertrude Jekyll στη ιδιοκτησία της και τον κήπο της Munstead woods για να παράγει φυτά για τους πελάτες της, η ποικιλία αυτή αναπαράγεται με μοσχεύματα αλλά και με σπόρο, άρχισε να διαδίδεται ευρύτερα από τον Barr to 1916.Η Folgate είναι μια ποικιλία κατάλληλη και για καλλιέργεια και κήπο που επιλέχθηκε απο τον Linn chilvers το 1933 της Norfolk Lavender  όταν ξεκίνησε την αναβίωση της καλλιέργειας της αγγλικής λεβάντας αυτή τη φορά στο Norfolk δημιουργώντας την Νorfolk laventer που είναι σήμερα η μεγαλύτερη καλλιέργεια στην Βρετανία.Η Hidcote επιλέχθηκε απο τον αμερικανό ερασιτέχνη κηποτέχνη Lawrence Johnston που εγκαταστάθηκε στην Αγγλία και δημιούργησε το περίφημο σήμερα Hidcote manor garden την περίοδο του μεσοπολέμου.Η Mailette επιλέχθηκε στην Γαλλία από τον Mr Maillette για καλλιέργεια.Αυτές είναι οι παλαιότερες και πιο γνωστές ποικιλίες αλλά δημιουργούνται πολλές καινούριες ποικιλίες όπως η Elegance για φύτευση απο σπόρο.Στην Αμερική έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες που ανθίζουν και δεύτερη φορά εφόσον κλαδευτούν όπως η Buena Vista.  

                                                  
lavandula angustifolia Munstead
Η ποικιλία Μunstead λόγω του κοντού ύψους είναι κατάλληλη για να πλαισιώνει διαδρόμους και να συμμετέχει σε μπορντούρες πολυετών κοντά σε διαδρόμους.

Folgate πιο ψηλή και σκουρόχρωμη ανθοφορία
Hidcote
           Η lavadula latifolia ( λεβάντα η πλατύφυλλη) είναι ιθαγενής στις παραμεσογειακες χώρες και λεγεται πορτογαλλική λεβάντα ,σε Ισπανία όπου αφθονεί αλλά και Γαλλία και Ιταλία.Καλλιεργειται κυρίως στην Ισπανία όπου και συλλέγεται επίσης απο την φύση.Στη Γαλλία το υψόμετρο που είναι αυτοφυής είναι 200 μεχρι 700 μέτρα και στη φύση διασταυρώνεται με την lavandula angustifolia  που βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω απο 500 μέτρα και δημιουργούνται φυσικά υβρίδια που δεν παράγουν σπόρους παρά σπάνια σε υψόμετρο 500 και 700  μέτρων που φύονται και τα δύο είδη και ανήκουν στο είδος Lavandula x intermedia.Το είδος αυτό θα αποκτούσε μεγάλη σημασία  στη καλλιέργεια της λεβάντας στη Γαλλία και το όνομα του στην αγγλική γλώσσα ήταν  γαλλική υβριδική λεβάντα γιατί φυόταν στη Γαλλία όπως και η αγγλική άλλωστε.




στο carshalton του λονδίνου έγινε μια μη κερδοσκοπική προσπάθεια αναβίωσης της παραδοσιακής αυτής καλλιέργειας με φυτά που είχαν επιβιώσει στους τοπικούς κήπους,από τους αγρούς αυτούς είναι αυτή η φωτογραφία
Ενώ στην Αγγλία η καλλιέργεια της λεβάντας έφθινε ένα καινούριο κέντρο παραγωγής θα αναπτυσσόταν στην νότια Γαλλία σε περιοχές που η λεβάντα ήταν αυτοφυής. συλλέγονταν και φυτά της γαλλικής υβριδικής μαζί με την αγγλική.Στο Grasse της Προβηγκίας η αρωματοποιία ξεκινησε το 1747 με την ιδρυση της  Gallimard, ακολούθησε η Molinard και η Fragonard ,οι τρείς ιστορικές φίρμες αρωμάτων της Γαλλίας.Στην αρχή ήταν τα τριαντάφυλλα και το νερολί ακολούθησε το γιασεμί και έπειτα άλλα αρώματα όπως και της λεβάντας.Ενω τα τριαντάφυλλα και το γιασεμί καλλιεργούνταν οι αγγλικές λεβάντες συλλέγονταν απο τα βουνά μαζί με τα φυτά της γαλλικής υβριδικής Στην  δεκαετία του 1920 άρχισε να γίνεται κατανοητή η διαφορά της ποιότητας ανάμεσα στις δύο λεβάντες ενώ το 1927 στα εργαστήρια Hiris στο Grasse αποδείκτηκε η προέλευση της γαλλικής καθώς έγινε τεχνητή γονιμοποίηση και παρήχθησαν 6 σπόροι που τα φυτά που έδωσαν ταυτοποιήθηκαν ως φυτά της γαλλικής λεβάντας. Στην Αγγλία η λεβάντα καλλιεργούνταν απο σπόρο και στην Γαλλια η βιομηχανία αρωμάτων ήθελε την καλλιέργεια της λεβάντας και έτσι ξεκίνησε το 1905, έγινε η πρώτη δοκιμαστική καλλιέργεια στην προβηγκία.Η καλλιέργεια αυτή θα πρόσφερε ικανοποιητικό εισόδημα σε άγονα, ξηρά, ορεινά εδάφη. Απο το 1920 μεχρι το 1960 η καλλιέργεια της αγγλικής λεβάντας αυξάνεται φθάνοντας το 1960 τους 150 τόννους για να υποχωρήσει έπειτα λόγω της επέκτασης της καλλιέργειας της υβριδικής λεβάντας. Η καλλιέργεια της υβριδικής λεβάντας καλλιεργούνταν απο φυτά που μεταφυτεύονταν απο την φύση.Στην  δεκαετία του 1925 μεχρι το 1935 αρχισε η αναπαραγωγή με μοσχεύματα της υβριδικής λεβάντας καθώς τα φυτά αυτά σπανίως παράγουν βιώσιμο σπόρο και η αναπαραγωγή γινόταν απο τον άγριο πληθυσμό. Απο το 1935 άρχισε να διαδίδεται η ποικιλία Abrial μέχρι το 1972  που άρχισε να αντικαθίσταται από την ποικιλία Grosso που ήταν ανθεκτική στο μυκόσπλασμα που προκαλεί τη κίτρινη παρακμή και είχε μειώσει την διάρκεια της φυτείας απο 8 με 10 χρονια(άλλοι λένε 10-12) σε 3 με 4 χρονια.Η γαλλική υβριδική λεβάντα ονομάζεται έτσι στην αγγλική γλώσσα ενώ στην γαλλική ονομάζεται lavadin έναντι lavande  για την αγγλική λεβάντα.  
Η αγγλική λεβάντα στην προβηγκία της Γαλλίας  καλλιεργείται σε υψόμετρο μεταξύ 600 και 1200 μετρων ενω η γαλλική υβριδική  μεταξύ 200 και 700 μετρων . Η αγγλική λεβάντα καταλαμβάνει σήμερα εκτάσεις 35.000 στρεμματων ενώ η γαλλική υβριδική καλλιεργείται σε έκταση 152.000 στρεμμάτων.
Lavandula x intermedia Grosso 

Ο Pierre Grosso,ένας ιταλός (Pietro Grosso)  που εγκαταστάθηκε στην προβηγκία ανακάλυψε σε ενα αγρόκτημα που αγόρασε ενα φυτό παραγωγικό και ανθεκτικό που πολλαπλασίασε με μοσχεύματα στο φυτώριο,το φυτό αυτό ονομάστηκε Grosso και σήμερα καταλαμβάνει τα 119.000 στρέμματα απο τα 152.000 στρέμματα της συνολικής έκτασης στην προβηγκία της lavandin.Οι υπόλοιπες ειναι η sumian, super, abrialis(abrial). Η γαλλική υβριδική είναι πιο ανθεκτική στη ζέστη και μπορεί να καλλιεργηθεί σε χαμηλότερο υψόμετρο αλλά υπερέχει στην παραγωγή αιθέριου ελαίου που είναι όμως φθηνότερο γιατί  υστερεί λογω της καμφοράς που περιέχει και συνήθως προορίζεται για διαφορετικές χρήσεις  όπως σαπούνια ,σκόνη απορρυπαντικών ,κεριά και αρωματικά χώρων ιδίως της ποικιλιας Grosso που ειναι χαμηλής ποιότητας.Η ποικιλία Super είναι πλησιέστερα στην ποιότητα στην αγγλική λεβάντα  ενώ η ποικιλία Abrial χρησιμοποιείται και στην αρωματοθεραπεία.Οι ποικιλίες αυτές έχουν λιγότερο απο το 10 % η καθεμία της συνολικής έκτασης που καταλαμβάνει η γαλλική υβριδική. Στην αγγλική λεβάντα καλλιεργούνται πλέον κλώνοι οπως η Maillette και η Matheronne ενω οι ποικιλίες πληθυσμοί όπως η Rapide και η Carla υποχωρούν.
Καλλιεργεια lavadin στην προβηγκία
Η αγγλική λεβάντα ειναι αυτοφυής στη Ελλάδα σε ορεινούς τόπους  και ιθαγενής αν και ορισμένοι υποστηρίζουν οτι δεν είναι ιθαγενής αλλά οι άγριοι πληθυσμοί προέρχονται απο καλλιέργειες μια υπόθεση που είναι αβάσιμη γιατί η καλλιέργεια της λεβάντας είναι πρόσφατη υπόθεση.Η πρώτη καλλιέργεια έγινε στη Ασέα και έπειτα μεγαλύτερη στο Λεβίδι της Αρκαδίας  απο τον χημικό Αλέξανδρο Σταυρόπουλο τη δεκαετία του 1960  και εγκαταλείφθηκε λόγω εργατικού κόστους, πρόσφατα πριν μια δεκαετία ξεκίνησε η Alpha Lavender με έδρα τη Θεσσαλονίκη να διαθέτει φυτά βουλγαρικων ποικιλιών και να κάνει την αποσταξη για παραγωγή αιθέριου ελαίου,οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί εφθασαν τα 2000 στρέμματα  το 2013 που  ξεκίνησε και ο συνεταιρισμός αρωματικών Βοίου Κοζάνης με την Hemus που ειχε αρχικά ξεκινήσει με τριαντάφυλλα και ακολούθησαν και άλλοι.Καλλιεργούνται σχεδον αποκλειστικά η Hemus και η Seftopolis, και οι δυο βουλγαρικές ποικιλίες  που σημαίνουν Αίμος(οροσειρά) και Σευτόπολις(αρχαία θρακική πόλη).Δεν υπήρχε  πριν το 2010 ελληνική (κλωνική η μη)ποικιλία και αυτό θεωρήθηκε ότι ήταν αιτία της ανυπαρξίας της καλλιέργειας στην Ελλάδα, για αυτό ξεκίνησε η προσπάθεια για μια ελληνική ποικιλία με συλλογή φυτών απο δέκα διαφορετικούς τόπους στην Ελλάδα και επιλογή μιας ποικιλίας,η ποικιλία αυτή λέγεται etherio, και δεν καλλιεργήθηκε εμπορικά.Την λύση έδωσαν όπως αναφέραμε οι βουλγαρικές ποικιλίες Η έκταση που καλλιεργείται η λεβάντα αυξάνεται ταχύτατα τα τελευταία χρονια,για το 2018 υπάρχουν 20.000 στρέμματα συνολικά λεβάντας ,έναντι 10.000 στρεμμάτων το 2017, η αύξηση είναι σε μεγάλο βαθμό παράγωγο  της ανόδου τα τελευταία χρόνια της βουλγαρικής παραγωγής που ανταγωνίζεται πλέον την γαλλική παραγωγή για την πρώτη θέση παγκοσμίως, η βουλγαρική παραγωγή έχει ξεπεράσει την γαλλική παραγωγή με περίπου 70.000 στρέμματα έναντι 35.000 στρεμμάτων, όσον αφορά πάντα την αγγλική λεβάντα γιατί όσο αφορά την συνολική παραγωγή lavande και lavandin η Γαλλία εξακολουθεί να είναι πρώτη καθώς στη Βουλγαρία καλλιεργειται αποκλειστικά η αγγλική. Η καλλιέργεια της αγγλικής λεβάντας στη Βουλγαρία αναπτύχθηκε  μεταπολεμικά με ποικιλίες που δημιούργησε το ινστιτούτο αρωματικών φυτών στο Kanzalak, παραδοσιακό κέντρο καλλιεργείας των τριαντάφυλλων γνωστό ως κοιλάδα των ρόδων.Τη δεκαετία του 70 η καλλιεργεια απο τους συνεταιρισμούς είχε φτασει τα 70.000 στρέμματα,για να καταρρεύσει τη δεκαετία του 90 στα 10.000 στρέμματα και να ανακάμψει έπειτα φτάνοντας τα επίπεδα του 70 αλλα και να επεκταθεί  σε όλη τη Βουλγαρία και τις γειτονικές χώρες όπως η Ελλάδα, όπου  καλλιεργούνται βουλγαρικές ποικιλίες που έχουν επιλεγεί απο το ινστιτούτο αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών τις τελευταίες δεκαετίες. Πρώτα δημιουργήθηκαν οι ποικιλιες Kazanlak ,Karlovo ακολούθησε η ποκιλία Hemus το 1972 ,και στην συνέχεια η Sevtopolis, Druzhda, Yubileina  και πιο πρόσφατα η Hebar και Raya .Οι ποικιλίες αυτές με εξαίρεση τη παλαιότερη Kazanlak αποτελούν τη βάση της βουλγαρικής παραγωγής ενω τα τελευταία χρόνια διαδίδονται ιδιαίτερα οι ποικιλιες Hemus και Sevtopolis.Αυτές οι δύο ποικιλίες απο την Βουλγαρία αποτελούν τη βάση της εξάπλωσης της ελληνικής παραγωγής. Ειναι εντυπωσιακό ότι η έρευνα στη Βουλγαρία βοήθησε και γειτονικές χώρες,όμως δεν είναι μόνο η Βουλγαρία που κάνει έρευνα,η Μολδαβία ένα μεγάλο κέντρο παραγωγής, έχει ασχοληθεί με την ανάπτυξη νέων ποικιλιών, πριν το 1990 είχε σε καλλιέργεια 70.000 στρέμματα έπειτα όμως η καλλιέργεια περιορίστηκε και πρόσφατα γνωρίζει μια αναβίωση.Το 2010 δόθηκαν τρεις νέες ποικιλίες η Moldoveanca-4, Alba7,Via Magic -10.Ιδίως η Alba 7 έχει πολλή υψηλή απόδοση 25 κιλα αιθέριου ελαίου στο στρέμμα.

Η αγγλική λεβάντα στον κήπο.


Και η αγγλική και η γαλλική υβριδική καλλιεργούνται και στους κήπους και μοιάζουν αρκετά, υπάρχουν ποικιλίες με χρώματα απο το άσπρο, το χλωμό ροζ, το μπλέ και το μώβ. Καθώς η αγγλική ανθίζει νωρίτερα χρησιμοποιώντας και τα δύο είδη έχουμε μια παρεταμένη ανθοφορία στον κήπο, χρησιμοποιώντας και  διαφορετικές ποικιλίες με διαφορετικά χρώματα  που όμως ταιριάζουν μεταξύ τους.
Το κλάδεμα της λεβάντας έχει μεγάλη σημασία γιατί είναι υποθάμνος που σημαίνει οτι έχει και ποώδη και ξυλώδη βλάστηση και θέλουμε να περιορίσουμε την ξυλώδη βλάστηση γιατι μειώνει την ανθοφορία και  την διάρκεια της ζωής του φυτου.Για την εποχή κλαδέματος άλλοι συστήνουν το τέλος του καλοκαιριού και άλλοι τις αρχές της άνοιξης.Όταν γίνεται στο τέλος του καλοκαιριού υπάρχει ακόμη χρόνος για να υπάρξει βλάστηση που θα προστατεύσει το φυτό απο το κρύο και θα συνεχίσει την βλάστηση την άνοιξη για να ανθίσει το καλοκαίρι. Αυτό το κλάδεμα εξασφαλίζει την πιο πρώιμη άνθηση,η πρώιμη αυτή άνθηση εξασφαλίζει την καλύτερη ποιότητα αιθέριου ελαίου αλλά και την μεγαλύτερη ποσότητα γιατί η ζέστη μειώνει την ποιότητα του αιθέριου ελαίου ενώ η ζέστη κατά την διάρκεια της συγκομιδής μειώνει την ποσότητα. Σε μεσογειακό κλίμα το φυτό υποφέρει απο την ξηρασία και το τέλος του καλοκαιριού δεν είναι κατάλληλος καιρός για κλάδεμα καλύτερα να περιμένει κανείς την άνοιξη,αυτό καθυστερεί την άνθηση αλλά το φυτό έχει καλύτερη εμφάνιση,πιο γεμάτη, το χειμώνα,και είναι σε καλύτερη κατάσταση για καινούρια βλάστηση μετά απο κλάδεμα.
και μια ποικιλία με άσπρα άνθη lavandula x intermedia eldeweiss βρέθηκε στη Ελβετία το 1880.
και μια ποικιλία με απαλό ροζ χρώμα ανθέων lavandula angustifolia Hidcote pink
Οι λεβάντες  τραβάνε τις μέλισσες και πεταλούδες.


τα άνθη της μέλισσας αρέσουν στις πεταλούδες



και στις μέλισσες επίσης

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

      ΔΥΟ  ΕΙΔΗ  ΠΛΑΤΑΝΟΥ  ΚΑΙ  ΕΝΑΣ                         ΩΚΕΑΝΟΣ   ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ.
     
       Τα δύο είδη είναι ο Platanus orientalis αυτοφυής στην Ελλάδα και Μικρά Ασία μέχρι την Περσία και ο Platanus occidentalis αυτοφυής στην ανατολική Βόρεια Αμερική ενώ ο ωκεανός είναι ο Ατλαντικός.
    Η αμερικάνικη ήπειρος ανακαλύφθηκε τελευταία φορά από τους ευρωπαϊκούς λαούς, από μια ισπανική ναυτική αποστολή επικεφαλής της οποίας ήταν ο Κολόμβος.Φυτά από την Αμερική ήρθαν στην Ευρώπη και το αντίστροφο.Ο δυτικός πλάτανος (Platanus occidentalis) που είναι το μεγαλύτερο φυλλοβόλο δένδρο στη βόρεια Αμερική γοήτευσε τους Ευρωπαίους αποίκους των ανατολικών ακτών της βόρειας Αμερικής, Βρετανούς και Γάλλους που το μετέφεραν στις πατρίδες τους.Το κλίμα της Βρετανίας και της Γαλλίας δεν είναι όμως κατάλληλο για να ευδοκιμήσει το νέο δένδρο. Για να το καταλάβει κανείς αυτό αρκεί να δει στο χάρτη ότι η Νέα Υόρκη έχει περίπου το ίδιο γεωγραφικό πλάτος με την Λισσαβόνα και την Αθήνα.Μόνο στην νότια Γαλλία μπόρεσε να ευδοκιμήσει. Όταν τα δύο είδη βρέθηκαν μαζί οι σπόροι τους παρήγαγαν και νέους απογόνους που ονομάζονται σήμερα πλάτανος του Λονδίνου (Platanus acerifolia, δηλαδή πλάτανος ο σφενδαμόφυλλος). Για το πώς προέκυψε το είδος αυτό που είναι ενδιάμεσο ανάμεσα τους, αναφέρομαι στην ανάρτηση ο πλάτανος του Λονδίνου.Η εμφάνιση του νέου είδους δεν έγινε αντιληπτή από τους ειδικούς. Ο Αμερικανός  Downing γράφοντας τον 19ο αιώνα αναφέρεται σε δύο ποικιλίες δυτικού πλατάνου εκ των οποίων αυτή με τα φύλλα σαν του  σφενδάμου είναι η καλύτερη.Ο Σκοτσέζος Loudon γράφει για μεγάλα δένδρα δυτικού πλατάνου αναφερόμενος σε δένδρα πλατάνου του Λονδίνου. 

  Εκτός όμως από την μεταφορά των πλάτανων από την μία ήπειρο στην άλλη μεταφέρθηκαν και οι αρρώστιες. Το μεταχρωματικό έλκος του πλατάνου ήταν μια αρρώστια σε απομονωμένες περιοχές της οροσειράς των  Αππαλαχίων σε δένδρα δυτικού πλατάνου. Στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν να φυτεύονται στις πόλεις  των ανατολικών ακτών της Αμερικής δένδρα πλατάνου του Λονδίνου, καθώς διαπιστώθηκε ότι ευδοκιμούσαν καλύτερα στις συνθήκες των πόλεων. Στις δεκαετίες  του 1920 και 1930 τα δένδρα άρχισαν να προσβάλλονται από την ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους που ευνοήθηκε από τα κλαδέματα που γίνονταν και τις πληγές που δημιούργησαν αυτά, αλλά και από οποιαδήποτε μικρή πληγή που μπορεί να δημιουργήσει ένα παιδί με ένα σουγιά. Το αίτιο της ασθένειας εντοπίσθηκε το 1935 και είναι ο μύκητας που σήμερα ονομάζεται ceratocystis platani.Ένας μεγάλος αριθμός δένδρων ξεράθηκε στις πόλεις των ανατολικών ακτών. Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι Αμερικάνοι ήρθαν στην Ευρώπη και μαζί τους  έφεραν και ξύλινα κιβώτια πυρομαχικών κατασκευασμένα από ξύλο δυτικού πλατάνου μολυσμένο από την μυκητολογική αρρώστια. Στα λιμάνια της Νάπολης και της Μασσαλίας εμφανίστηκε πρώτη φορά η ασθένεια.Έχει επεκταθεί τώρα στην Ιταλία, τη Γαλλία αλλά και την Ελλάδα μέσω εισαγωγής πλάτανου του Λονδίνου από την Ιταλία. 
Κομμένα δέντρα πλάτανου του Λονδίνου για την καταπολέμηση της ασθένειας στο Canal du Midi στην Γαλλία.Υπήρχαν πάνω από 40.000 δέντρα στις όχθες του καναλιού αλλά κάθε χρόνο κόβονται τουλάχιστον 2000.
Στην Σικελία και στην Ελλάδα η ασθένεια έχει διαδοθεί και σε αυτοφυή δένδρα ανατολικού πλάτανου στις όχθες ποταμιών.

Σύμπτωμα του μεταχρωματικού έλκους στον φλοιό πλάτανου.


 Σύμπτωμα σε κομμένο κορμό δένδρου.


Η ασθένεια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο προληπτικά και με την δημιουργία ανθεκτικών κλώνων πλάτανων για φυτεύσεις στις περιοχές που έχουν προσβληθεί. Μια τέτοια προσπάθεια έχει γίνει στην Γαλλία με την δημιουργία του πρώτου κλώνου της εμπορικής σειράς Platanor, vallis clausa. Χρησιμοποιώντας κλώνους δυτικού πλατάνου που έχουν ανθεκτικότητα στην ασθένεια και είχαν επιλεγεί στην Αμερική, σε διασταυρώσεις με ανατολικούς πλάτανους δημιουργήθηκε ο πρώτος κλώνος πλάτανου του Λονδίνου που έχει ανθεκτικότητα στην ασθένεια και είναι πλέον διαθέσιμος στα φυτώρια της Ιταλίας και Γαλλίας.Θεωρείται ότι η σειρά ανθεκτικότητας στην ασθένεια είναι φθίνουσα από τον δυτικό στον ανατολικό πλάτανο.
Αντίθετη είναι όμως η σειρά ανθεκτικότητας σε μια άλλη μυκητολογική ασθένεια του πλάτανου,την ανθράκνωση, όπου οι δυτικοί πλάτανοι είναι πολύ ευαίσθητοι, ενώ οι ανατολικοί ανθεκτικοί.Στην Αμερική όταν άρχισε να διαδίδεται η χρήση του πλάτανου του Λονδίνου στις αρχές του 20ου αιώνα χρησιμοποιήθηκαν σπορόφυτα και όχι κλώνοι. Έτσι η διάκριση ανάμεσα σε πλάτανο του Λονδίνου και τον δυτικό είναι πιο δύσκολη λόγω της εγγενούς αναπαραγωγής δηλαδή την διασταύρωση πλάτανου του Λονδίνου με τον δυτικό.Η ανθράκνωση του πλάτανου είναι σημαντική ασθένεια στην Αμερική κυρίως στις ανατολικές πολιτείες λόγω και του υγρού κλίματος,  της παρουσίας ευαίσθητων αυτοφυών δυτικών πλάτανων, αλλά και της μεγάλης γενετικής επιρροής του δυτικού πλάτανου στον πληθυσμό των πλάτανων του Λονδίνου στις πόλεις που αποτελείται στις παλαιότερες τουλάχιστον φυτεύσεις από σπορόφυτα. Ένας κλώνος πλάτανου του Λονδίνου επιλέχθηκε από παλιά για την ανθεκτικότητα στην ασθένεια και σήμερα είναι ο πιο διαδεδομένος κλώνος πλάτανου στην Αμερική.Από το 1970 ονομάζεται Bloodgood.
                                    Φλοιός του κλώνου Bloodgood διαδεδομένος στην Αμερική.
  Το National Arboretum ξεκίνησε ένα πρόγραμμα διασταύρωσης του δυτικού πλάτανου με ανατολικούς που εισήχθησαν από την Τουρκία από τους οποίους έγινε επιλογή για την μη εμφάνιση συμπτωμάτων με σκοπό την παραγωγή ανθεκτικών πλάτανων του Λονδίνου στην ανθράκνωση. Προέκυψαν τέσσερις κλώνοι από τους οποίους μετά από δοκιμή δώδεκα χρόνων επιλέχθηκαν δύο κλώνοι ο Columbia και ο Liberty και διατέθηκαν το 1984.
                                   Φύλλωμα και φλοιός δένδρου Columbia.
         Το Morton Arboretum  είχε ένα άλλο πρόγραμμα διασταύρωσης ανατολικού με δυτικό με σκοπό την ανθεκτικότητα στην ανθράκνωση  και στις ζημιές από τον παγετό.Προέκυψαν δύο κλώνοι με εμπορικά ονόματα Exlamation και Ovation.
                           Φύλλωμα του Oviation που θυμίζει ανατολικό πλάτανο.
 Το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας έκανε επιλογή ενός κλώνου ανθεκτικού στο ωίδιο που είναι σημαντικότερο πρόβλημα σε ζεστές και ξηρές περιοχές όπως η Kαλιφόρνια, το Yarwood που εμφανίστηκε το 1978.
Στην Καλιφόρνια πιο ανθεκτικό στη ανθράκνωση είναι το Bloodgood ενώ πιο ανθεκτικό στο ωίδιο το Yarwood.


                                                     Φλοιός του Yarwood.


 Άλλοι κλώνοι μάλλον σπάνιοι στην Αμερική είναι οι Old bones και Metroshade.

                                               Ο εντυπωσιακός φλοιός του Old bones.
     Στην Ευρώπη  πρόσφατα έχουν εισαχθεί οι κλώνοι Malburg, Mister X, Huissen και Alphens Globe ενώ ο κλώνος Tremonia είναι παλαιότερος προερχόμενος από το Dortmunt της Γερμανίας και είναι πιο ορθόκλαδος από τον κλώνο Pyramidalis που πωλείται ως το τυπικό είδος.

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016






        ΟΙ ΦΤΕΛΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
                      (Ulmus davidiana)

    Όταν η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς έφτασε  στην Αμερική αφανίζοντας τις αμερικάνικες   φτελιές (Ulmus americana) μέχρι τότε κυρίαρχο  είδος στις φυτεύσεις σε δρόμους και πάρκα την      προσοχή τράβηξαν ασιατικά είδη που φαίνεται  να έχουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Έχουμε  αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση στις φτελιές της Σιβηρίας (Ulmus pumila) που όμως      δεν έχουν επιθυμητά χαρακτηριστικά για αστική     χρήση. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν διασταυρώσεις  της σιβηρικής φτελιάς με άλλες ασιατικές   φτελιές που χρησιμοποιήθηκαν και στην              Ευρώπη όπως οι κλώνοι Sapporo Autumn Gold,  New Horizon, Rebona.Όμως οι ασιατικές  φτελιές που σήμερα ανήκουν στο είδος Ulmus  davidiana και παλαιότερα ανήκαν στα είδη Ulmus japonica, Ulmus wilsoniana, Ulmus  propinqua και Ulmus davidiana αξίζουν να χρησιμοποιηθούν καθώς έχουν επιθυμητά  χαρακτηριστικά και εφόσον γίνει επιλογή υψηλή   ανθεκτικότητας στην ολλανδική ασθένεια της  φτελιάς αλλά και πολλές φορές μια ομοιότητα         με την αμερικάνικη φτελιά.
Ένα δένδρο φτελιάς την άνοιξη που φυτεύτηκε το 1924 από
 σπόρο που διατέθηκε από το Arnold Arboretum στο Morton Arboretum και είναι το μητρικό δένδρο του κλώνου  Accolade. Tο δένδρο αυτό αποτέλεσε την αφετηρία 
μιας σειράς κλώνων από το Morton Arboretum.

Το μητρικό δένδρο του κλώνου Accolade
 δηλαδή Ulmus Morton
το φθινόπωρο στο Morton Arboretum.

Ένα δένδρο Ulmus Morton με όνομα Accolade το καλοκαίρι
που είναι διασταύρωση του Ulmus wilsoniana
 και Ulmus japonica.

Πρώτα διατέθηκε από το Morton Aboretum 
o κλώνος Triumph που είναι διασταύρωση 
του Vanguard και του Accolade 
και έπειτα ο κλώνος Accolade για 
να ακολουθήσουν έπειτα οι 
κλώνοι Commendation και Danada Charm.



Δένδρο φτελιάς Ulmus Morton Glossy με όνομα Triumph 
Φύλλωμα φτελιάς Ulmus Morton Glossy 
με το όνομα Triumph.





Δένδρα Ulmus morton stalwart με την εμπορική ονομασία Commedation.



Φύλλωμα Ulmus Morton Stalwart με 
ονομασία Commendation.
To είδος Ulmus davidiana var japonica, 
παλαιότερα γνωστό ως Ulmus japonica 
προσέλκυσε το ενδιαφέρον αρχικά 
στον Καναδά  λόγω της αντοχής του 
στο ψύχος αλλά και στην ολλανδική ασθένεια 
της φτελιάς έπειτα από επιλογή. 
Χρησιμοποιείται στην βόρεια Ιαπωνία στους δρόμους έχοντας σχετική ανθεκτικότητα
 στο ψύχος. Έτσι δημιουργήθηκαν
 οι ποικιλίες Jacan,Freedom,Thomson
 και Discovery.
Από αυτές μόνο η Discovery είναι διαδεδομένη 
στα φυτώρια Βόρειας Αμερικής  ενώ 
η Jacan είναι πιο σπάνια.
 Ο κλώνος Discovery προήλθε από
 επιλογή δένδρων φυτείας 
με σπόρο προέλευσης Μαντζουρίας στο
 πειραματικό σταθμό Morden και κριτήρια
 της επιλογής ήταν η ανθεκτικότητα 
στο ψύχος και στην ασθένεια.

Δένδρο Ulmus davidiana var japonica Discovery.
To Natiοnal Arboretum στην Αμερική από 
δένδρα Ulmus wilsoniana φυτεμένα το
 1965 έκανε μια επιλογή το 1975 
που διατέθηκε ως κλώνος το 1990 
με το όνομα Ulmus wilsoniana prospector.


Ulmus wilsoniana prospector

Ο φυτωριούχος Bieberich  έκανε μια επιλογή 
 Ulmus propinqua JFS Bieberich στη δυτική Οκλαχόμα που διατέθηκε 
με το όνομα Emerald Sunshine 
από τα φυτώρια J.Frank Schmidt.
Δένδρο φτελιάς Emerald sunshine το φθινόπωρο.
 
 Τα φυτώρια J.Frank Schmidt έχουν 
άλλη μια επιλογή για το 2017 
την Ulmus davidiana JFS KW2UD 
με το όνομα Greenstone.
Έρχεται το 2017 με το όνομα Greenstone.
Φύλλωμα του κλώνου Greenstone.
Από σπόρο που μάζεψε από την Ιαπωνία ο Heybrook  
το 1977 το ινστιτούτο  Alterra έχει επιλέξει 
τον κλώνο 1204 που θα διαθέσει στο προσεχές μέλλον.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

            Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
                      (platanus x acerifolia)
                            Η  ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
    Ο Πλάτανος ο ανατολικός (Platanus orientalis) είναι αυτοφυής στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία και εμφανίζεται σποραδικά μέχρι και το Κασμίρ της Ινδίας όπου είναι και εκεί διαδεδομένος. Ο πλάτανος χρησιμοποιείτο από την Αρχαιότητα για την σκιά του και διαδόθηκε από τους Ρωμαίους στην Ευρώπη. Ονομάστηκε πλάτανος από τους Έλληνες για την πλατιά του κόμη και orientalis δηλαδή ανατολικός από τον Linnaeus επειδή την εποχή εκείνη η ανατολή ταυτίζονταν με την Οθωμανική αυτοκρατορία που εκτείνονταν από την Βαλκανική  μέχρι την Αραβική Χερσόνησο.  Βρίσκεται κατά μήκος ποταμών όπου καλύπτει τις μεγάλες ανάγκες του σε νερό από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα.
Χαρακτηριστικό φύλλο ανατολικού πλατάνου
Ο δυτικός πλάτανος (Platanus occidentalis)  είναι ιθαγενές δένδρο στην ανατολική βόρεια Αμερική. Είναι το υψηλότερο πλατύφυλλο δένδρο της βόρειας Αμερικής όπου συναντάται σε πλατύφυλλα δάση, που φύονται σε πλούσια βαθιά αλλουβιακά εδάφη που αποστραγγίζονται καλά σε υγρό κλίμα.



Φύλλα δυτικού πλάτανου
Ο πλάτανος του Λονδίνου ή πλάτανος  o σφενδαμόφυλλος (Platanus acerifolia) προήλθε από διασταύρωση ανάμεσα στον πλάτανο τον ανατολικό και  τον δυτικό και για την  προέλευση του υπάρχει  μεγάλη σύγχυση. 
Η ανατολική βόρεια Αμερική  τον 17ο και 18ο αιώνα βρισκόταν από την διεκδίκηση δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Γαλλίας και της Βρετανίας. Φυσιοδίφες μετέφεραν σπόρους στις πατρίδες τους, έτσι σπόροι του δυτικού πλάτανου μεταφέρθηκαν σε βοτανικούς κήπους της Βρετανίας και της Γαλλίας.Το κλίμα της Βρετανίας όμως είναι ακατάλληλο για τον δυτικό πλάτανο που θέλει ζεστά καλοκαίρια για να ωριμάσει το ξύλο του και να αντέξει το ψύχος του χειμώνα, λόγω του υψηλότερου γεωγραφικού πλάτους που βρίσκεται η χώρα. Ενώ στη βόρεια Αμερική στο φυσικό του περιβάλλον υπάρχουν τα ζεστά καλοκαίρια. Το 1640 εισήχθη ο δυτικός πλάτανος στην Βρετανία περίπου ένα αιώνα αργότερα από τον ανατολικό. Ήταν πιο γρήγορος στην ανάπτυξη από τον ανατολικό αλλά πιο ευαίσθητος στο κρύο. Τον 18ο αιώνα είχε διαδοθεί περισσότερο από τον ανατολικό αλλά τον Μάιο του 1809 ο παγετός κατέστρεψε τους περισσότερους δυτικούς πλάτανους και τον χειμώνα του 1813-1814 καταστράφηκαν οι υπόλοιποι με αποτέλεσμα ο δυτικός πλάτανος να γίνει σπάνιος σε αντίθεση με τους ανατολικούς που επιβίωσαν.Το 1826 έγινε προσπάθεια να εισαχθεί ξανά ο δυτικός πλάτανος με σπόρο από Αμερική από τον φυτωριούχο Cobert. O Loudon αναφέρει έναν μεγάλο δυτικό πλάτανο που είδε το 1838 από τους ελάχιστους που είχαν επιβιώσει ενώ δεν φαίνεται να γνωρίζει τον πλάτανο του Λονδίνου αν και αναφέρει ότι στην Γαλλία από τους σπόρους του δυτικού παράγουν αμέτρητες ποικιλίες.Μπορεί οι δυτικοί πλάτανοι που επιβίωσαν να ήταν πλάτανοι του Λονδίνου.Τόσο ο ανατολικός όσο και ο δυτικός πλάτανος πολλαπλασιάζονταν  
 με μοσχεύματα  γιατί οι σπόροι δεν μπορούσαν να ωριμάσουν με εξαίρεση τον ανατολικό και αυτό ορισμένες χρονιές που ο καιρός ήταν καλός. Γύρω στα 1830 άρχισαν να εμφανίζονται κλώνοι που ήταν ανθεκτικοί και πωλούνταν ως επιλογές δυτικού πλατάνου. Ο Thomas Rives επέστησε την προσοχή ότι οι πλάτανοι αυτοί δεν ήταν αυθεντικοί δυτικοί πλάτανοι στους Loudon και Lindley αλλά δεν συμφώνησαν μαζί του, όμως το 1856 ο William Hooker διευθυντής των βοτανικών κήπων του Kew σε άρθρο του στο Gardeners Cronicle συμφώνησε ότι ένα δένδρο στον κήπο δεν ανήκε στο είδος του δυτικού πλατάνου.Το 1860 ο Thomas Rivers  σε άρθρο του στο Gardeners Cronicle αναφέρει ότι τα πλατάνια που πωλούνται ως Platanus occidentalis δεν είναι δυτικοί πλάτανοι και αντίθετα  ονομάζονταν από τους Γάλλους φυτωριούχους ως Platanus acerifolia ένα όνομα που είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για άλλο είδος πλάτανου όπως αναφέρω παρακάτω.  Αλλά το 1881 στο βιβλίο του The Garden ο G.Berry αναφέρεται στους πλάτανους του Λονδίνου ως δυτικούς πλάτανους μια αντίληψη που κράτησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ανάμεσα στους φυτωριούχους και συγγραφείς Έτσι όσα γράφονται για προέλευση του σφενδαμόφυλλου πλάτανου από τον βοτανικό κήπο του Kew, τον βοτανικό κήπο της Οξφόρδης ή τους Vauxhall gardens είναι τελείως αναληθή.Αν θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα βοτανικό κήπο για την προέλευση του σφενδαμόφυλλου πλατάνου αυτός είναι ο βοτανικός κήπος του Montpellier που είναι ο παλαιότερος της Γαλλίας και ένας από τους μεγαλύτερους της εποχής εκείνης. Δεν γνωρίζω πότε εισήχθη ο δυτικός πλάτανος στην Γαλλία από την Β.Αμερική όμως ο ανατολικός εισήχθη από την Βρετανία το 1754. Πολλοί από τους πρώτους φυσιοδίφες της βόρειας Αμερικής ήταν Γάλλοι και είναι βέβαιο ότι ο δυτικός πλάτανος εισήχθη στους βοτανικούς κήπους αρκετά νωρίς. Όμως ο δυτικός πλάτανος μπορούσε να φυτευτεί και εκτός βοτανικών κήπων και υπάρχουν στην νότια Γαλλία άτομα του δυτικού πλάτανου μεγάλης ηλικίας που είχαν φυτευτεί τον 18ο αιώνα.Αντίθετα τα μεγαλύτερα δυτικά πλατάνια στην Βρετανία έχουν  διαστάσεις μεγάλου θάμνου για δεκαετίες.

Μεγάλο δένδρο platanus occindentalis στην Γαλλία.
Από τούς σπόρους των δένδρων αυτών μπορούν να προκύψουν νέα δένδρα δυτικού πλατάνου αλλά και δένδρα με ενδιάμεσα χαρακτηριστικά, αν υπάρχουν κοντά και δένδρα ανατολικού πλατάνου που ήταν διαδεδομένο δένδρο σκιάς. Αν ονομάζεται πλάτανος του Λονδίνου αυτό οφείλεται στην ευρεία χρησιμοποίηση του στην πόλη αυτή, όπου στις αρχές του εικοστού αιώνα πάνω από το 60% των δένδρων στους δρόμους, τα πάρκα και τα συγκροτήματα κατοικιών  ανήκαν στο είδος αυτό. Τα πλεονεκτήματα του είδους αυτού είναι: η εύκολη αναπαραγωγή του με μοσχεύματα, οπότε παράγονται φυτά με ομοιόμορφα χαρακτηριστικά, η ανθεκτικότητα του σε φυτεύσεις στους δρόμους και το γεγονός ότι η σκόνη από την καύση κάρβουνου ξεπλένεται εύκολα από τη βροχή αφήνοντας τα φύλλα πράσινα και φρέσκα και επιπλέον ο φλοιός του δεν μαυρίζει από την σκόνη κάρβουνου καθώς αποφλοιώνεται αποκαλύπτοντας φρέσκα στρώματα φλοιού. Στο Λονδίνο δεν φυτευόταν πλέον για την σκιά του αλλά για την μεγαλόπρεπη κόμη του.
   
Φύλλο πλάτανου σφενδαμόφυλλου
Μια άλλη χώρα προέλευσης που αναφέρεται είναι η Ισπανία.Αυτό ξεκίνησε από τον Philip Miller όπου στο  Dictionary το 1759 αναφέρεται σε τέσσερα είδη πλατάνου: τον δυτικό, τον ανατολικό, τον σφενδαμόφυλλο και  το ισπανικό πλατάνι  που έχει μεγαλύτερα φύλλα από τα άλλα και είναι ενδιάμεσα  ανατολικού και του δυτικού, με έντονες προεξοχές στις άκρες του,ανοικτό πράσινο, κοντούς μίσχους καλυμμένους με χνούδι. Ο μαθητής του, William Aiton το 1789 στον κατάλογο των φυτών του βοτανικού κήπου του Kew που ήταν διευθυντής, αναφέρει το ισπανικό πλατάνι ως βοτανική ποικιλία του ανατολικού με το όνομα Platanus orientalis acerifolia. Ο διευθυντής του βοτανικού κήπου του Βερολίνου Carl Ludwig Wildenow αναφέρει το Platanus acerifolia ως είδος με προέλευση την Ανατολή.Το ισπανικό πλατάνι που αναφέρουν οι Miller και Aiton δεν μπορεί να είναι το ίδιο με το Platanus acerifolia του Wildenow. Ο φυτογεωγράφος Wildenow ενδιαφέρεται για αυτοφυή φυτά ώστε να αποκτήσουν το status του είδους, και το Platanus acerifolia είναι πιθανόν το πλατάνι της Περσίας και του Κασμίρ που είναι διαφορετικό από το πλατάνι της Ελλάδας το οποίο αναγνωρίζει ως το αληθινό  Platanus orientalis.Το ισπανικό πλατάνι φαίνεται ότι ήταν ένας πληθυσμός μεμονωμένων ατόμων σε καλλιέργεια στην Ισπανία. Το ισπανικό πλατάνι με τα μεγάλα φύλλα πιθανόν να είναι ένα πλατάνι από τις κτήσεις της Ισπανίας στην βόρεια Αμερική .Υπάρχουν αρκετά είδη όπως το Platanus glabrata ,Platanus racemosa, Platanus Wrightii ,Platanus mexicanica.Το πιθανότερο ίσως είναι το πλατάνι της Καλιφόρνιας platanus racemosa  που έχει τα μεγαλύτερα φύλλα από όλα τα πλατάνια και αυτό είναι το χαρακτηριστικό που αναφέρεται ως κύριο στο ισπανικό πλατάνι. Όμως το Platanus racemosa είναι ευαίσθητο στο κλίμα της Βρετανίας και αυτό εξηγεί και την σπανιότητα του. Η Καλιφόρνια  ανήκε τότε στην Ισπανία και έχει το ίδιο κλίμα με αυτήν, και όπως η ελιά Mission που καλλιεργείται ακόμη στην Καλιφόρνια και προέρχεται από την Ισπανία, πιθανόν η αντίστροφη πορεία να έγινε με το πλατάνι της Καλιφόρνιας που ονομάζεται σήμερα Platanus racemosa Το όνομα του το έδωσε το 1841 ο Βρετανός Thomas Nuttall καθηγητής στο πανεπιστήμιο Harvard, που εξερεύνησε την  Άγρια Δύση τις προηγούμενες δεκαετίες. Η επιστήμη την εποχή εκείνη στην Ισπανία βρισκόταν σε μεγάλη καθυστέρηση και έτσι το πλατάνι της Καλιφόρνιας περίμενε την εξερεύνηση από τους Αμερικανούς για να αποκτήσει επιστημονικό όνομα, οι Ισπανοί το ονόμαζαν Aliso. Το όνομα  Platanus orientalis macrophylla έδωσε ο Loudon στο ισπανικό πλατάνι ενώ ο Muenchhausen το 1770 έδωσε το όνομα Platanus hispanica με βάση την περιγραφή του Miller. Πρόκειται βέβαια για μια υπόθεση, είναι όμως φανερό ότι το Platanus hispanica δεν έχει σχέση  με τον πλάτανο του Λονδίνου. Επίσης ο σφενδαμόφυλλος πλάτανος που αναφέρει ο Miller ως τύπο του ανατολικού και ο Platanus acerifolia του Wildenow που αναφέρει ότι προέρχεται από την Ανατολή και ο platanus orientalis acerifolia του Loudon που αναφέρει ως τύπος του ανατολικού που διαφέρει μόνο στα φύλλα δεν έχουν σχέση με τον πλάτανο του Λονδίνου.Έτσι η εμφάνιση του πλάτανου του Λονδίνου μπορεί να μετατεθεί χρονικά στις αρχές του 19ου αιώνα από τον 18ο  ή το 17ο αιώνα. Και  τόσο το όνομα Platanus acerifolia όσο και το όνομα  Platanus hispanica δόθηκαν σε άλλα δέντρα από αυτά για τα οποία το χρησιμοποιούμε σήμερα.Το σωστότερο θα ήταν ίσως το Platanus hybrida του πορτογάλου  Brotero το 1804 στο Flora lusitanicum  που δεν γνωρίζουμε όμως σε ποιο πλατάνι αναφέρεται καθώς αναφέρεται σε κάποιο πλατάνι που είχε εισαχθεί στην Πορτογαλία. 

Φύλλα του Platanus racemosa
Ο φυτωριούχος Rivers σε άρθρο του το 1860  στο περιοδικό Gardeners Cronicle γράφει: ότι Γάλλοι φυτωριούχοι ονομάζουν  Platanus acerifolia το πλατάνι που φυτεύεται στο Λονδίνο και Platanus macrophylla το ισπανικό πλατάνι καθώς  επίσης και ότι οι Γάλλοι επιλέγουν τους κλώνους του Platanus acerifolia με κριτήριο το σχήμα του φύλλου. Αναφέρει τέσσερις κλώνους που αξιολογεί ως καλύτερους  και τα ονόματα που τους δίνουν οι Γάλλοι είναι:  Platanus acerifolia palmata,  Platanus acerifolia palmata superba,  Platanus acerifolia pyramidata που αντιστοιχεί μάλλον στον κλώνο Pyramidalis  και  Platanus acerifolia grandifolia.  Σε άλλο άρθρο το 1866 στο ίδιο περιοδικό ένας ανώνυμος συντάκτης αναφέρει δύο κλώνους που αξίζει να φυτευτούν  περισσότερο,  τον Platanus acerifolia palmata και  τον  Platanus acerfolia pyramidalis. 
   
Φύλλα του κλώνου London. Μια συνηθισμένη ποικιλία στο Λονδίνο
      Ο συντάκτης του aranya.co.uk θεωρεί ότι ο Platanus acerifolia palmata είναι ποικιλία που προωθεί ο Rivers και πιθανολογεί ότι πρόκειται για τον κλώνο Hackney. Για τον Pyramidalis δεν  υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για τον κλώνο που πλέον σήμερα πωλείται ως Platanus acerifolia χωρίς να αναφέρεται η ποικιλία, ενώ ο κλώνος palmata πιθανόν να είναι σύμφωνα με τον συντάκτη  ο Platanus orientalis Hackney.

Φύλλωμα του κλώνου Westminster.Μια παρόμοια με τον London συνηθισμένη ποικιλία που φυτευόταν τον 19ο αιώνα στο Λονδίνο.
Φύλλωμα Platanus acerifolia pyramidalis που πωλείται συνήθως ως Platanus x acerifolia
  Στην Βρετανία και την Ευρώπη φυτεύονταν συνήθως κλώνοι  σαν Platanus occidentalis ενώ στην Βόρεια Αμερική σπορόφυτα σαν Platanus orientalis.Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για λανθασμένα ονόματα μέχρι να επικρατήσει το Platanus x acerifolia  ή το συνώνυμο του Platanus x hispanica. Η ευρεία διάδοση του οφείλεται στην προσαρμοστικότητα του στα φτωχά  και  συμπιεσμένα εδάφη στους δρόμους με έλλειψη εδαφικού αέρα, την αντοχή του στην ρύπανση που κληρονόμησε από το ανατολικό πλατάνι και στην γρήγορη ανάπτυξη, το μεγάλο ύψος και την ευθύκορμη ανάπτυξη που κληρονόμησε από το δυτικό πλατάνι. Είναι ευρέως διαδεδομένο στους δρόμους των πόλεων στην δυτική Ευρώπη,βόρεια Αμερική, Αυστραλία.